κυλιστός

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠλιστός Medium diacritics: κυλιστός Low diacritics: κυλιστός Capitals: ΚΥΛΙΣΤΟΣ
Transliteration A: kylistós Transliteration B: kylistos Transliteration C: kylistos Beta Code: kulisto/s

English (LSJ)

κυλιστή, κυλιστόν,
A fit for rolling, large, Glossaria on ῥυτός, EM707.3.
II twined in a circle, epithet of a kind of garland, Alex.272.5, Antiph.51.
III Subst. κυλιστός, ὁ, roll of papyrus, large letter, or packet of letters, PHib.1.110.51, al. (iii B.C.); parcel, ἱματίων Sammelb.1.2 (iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

κῠλιστός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., πρὸς κύλισιν κατάλληλος, μέγας, λίθοι Ἐτυμολ. Μέγ. 707. 3. ΙΙ. πεπλεγμένος εἰς κύκλον, ἐπίθετον εἴδους στεφάνου, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 678Ε, κἑξ., πρβλ. 49F.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κυλιστός, -ή, -όν) κυλίνδω
1. αυτός που μπορεί ή είναι κατάλληλος να κυλιέται, κατάλληλος στο κύλισμα
2. αυτός που μεταφέρθηκε με κύλισμα
αρχ.
1. (για στεφάνι) αυτός που έχει πλεχτεί κυκλικά
2. δέσμη, μπόγος ρούχων
3. το αρσ. ως ουσ.κυλιστός
πάπ. ρολό παπύρου, μεγάλη επιστολή σε πάπυρο.
επίρρ...
κυλιστά
με κύλισμα, κυλώντας.

German (Pape)

gewälzt; στέφανοι, große Kränze, so fest gewunden, daß man sie fortrollen kann, comic. bei Ath. XV.678e und II.49f. Vgl. ἐκκυλίω.