Anonymous

γναφάλιον: Difference between revisions

From LSJ
m
pape replacement
mNo edit summary
m (pape replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''γναφάλιον''': τό, [[φυτόν]] τι κεκαλυμμένον ὑπὸ μεταξώδους χνοῦ, ἐν χρήσει πρὸς γέμισιν προσκεφαλαίων καὶ στρωμνῶν, Λατ. [[gnaphalium]], Διοσκ. 3. 132, Πλίν. 27. 10· πρβλ. [[κνάφαλλον]].
|lstext='''γναφάλιον''': τό, [[φυτόν]] τι κεκαλυμμένον ὑπὸ μεταξώδους χνοῦ, ἐν χρήσει πρὸς γέμισιν προσκεφαλαίων καὶ στρωμνῶν, Λατ. [[gnaphalium]], Διοσκ. 3. 132, Πλίν. 27. 10· πρβλ. [[κνάφαλλον]].
}}
{{pape
|ptext=weichere Form für [[κναφάλιον]].
}}
}}