γναφάλιον
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
Greek (Liddell-Scott)
γναφάλιον: τό, φυτόν τι κεκαλυμμένον ὑπὸ μεταξώδους χνοῦ, ἐν χρήσει πρὸς γέμισιν προσκεφαλαίων καὶ στρωμνῶν, Λατ. gnaphalium, Διοσκ. 3. 132, Πλίν. 27. 10· πρβλ. κνάφαλλον.
German (Pape)
weichere Form für κναφάλιον.