Anonymous

συνεφίστημι: Difference between revisions

From LSJ
m
pape replacement
m (Text replacement - "down" to "down")
m (pape replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συν-εφίστημι, Att. ook ξυνεφίστημι, alleen med.-pass. intrans. ( praes. en fut. med., stamaor., perf. ) mede aan het hoofd komen te staan; perf. mede aan het hoofd staan, mede toezichthouder zijn. Thuc. 2.75.3. mede zich tegen iem. keren, met κατά + gen.. NT Act. Ap. 16.22.
|elnltext=συν-εφίστημι, Att. ook ξυνεφίστημι, alleen med.-pass. intrans. ( praes. en fut. med., stamaor., perf. ) mede aan het hoofd komen te staan; perf. mede aan het hoofd staan, mede toezichthouder zijn. Thuc. 2.75.3. mede zich tegen iem. keren, met κατά + gen.. NT Act. Ap. 16.22.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεφίστημι:''' μέλ. <i>-επιστήσω</i>, αόρ. αʹ <i>-επέστησα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[τοποθετώ]] μαζί κάποιους ως φρουρούς ή φύλακες, [[καθιστώ]] κάποιον προσεκτικό, [[εφιστώ]] την [[προσοχή]] του, σε Πολύβ.· [[κατόπιν]] (ενν. τὸν [[νοῦν]]), [[στρέφω]] την [[προσοχή]] μου, [[παρατηρώ]] από κοινού με κάποιον, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., <i>συνεφίστᾰμαι</i>, με Ενεργ. αόρ. βʹ, [[επιβλέπω]], [[επιστατώ]] [[κάτι]] μαζί ή από κοινού με άλλον, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> εγείρομαι από κοινού, κατά τινος, [[εναντίον]] κάποιου, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''συνεφίστημι:''' μέλ. <i>-επιστήσω</i>, αόρ. αʹ <i>-επέστησα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[τοποθετώ]] μαζί κάποιους ως φρουρούς ή φύλακες, [[καθιστώ]] κάποιον προσεκτικό, [[εφιστώ]] την [[προσοχή]] του, σε Πολύβ.· [[κατόπιν]] (ενν. τὸν [[νοῦν]]), [[στρέφω]] την [[προσοχή]] μου, [[παρατηρώ]] από κοινού με κάποιον, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., <i>συνεφίστᾰμαι</i>, με Ενεργ. αόρ. βʹ, [[επιβλέπω]], [[επιστατώ]] [[κάτι]] μαζί ή από κοινού με άλλον, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> εγείρομαι από κοινού, κατά τινος, [[εναντίον]] κάποιου, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 42: Line 42:
{{ntsuppl
{{ntsuppl
|ntstxt=Moy. intr. συνεφίσταμαι, se soulever
|ntstxt=Moy. intr. συνεφίσταμαι, se soulever
}}
{{pape
|ptext=<i>mit [[daran]] oder [[darüber]] [[stellen]]</i>; übertragen, sc. τὴν ψυχήν, <i>mit [[darauf]] [[aufmerksam]] [[machen]]</i>, συνεπιστήσας αὐτὸν ἐπὶ τοῦτο, Pol. 11.19.2, vgl. 3.59.6; auch intr., <i>mit [[darauf]] [[merken]]</i>, συνεπιστῆσαι τὸ παρακείμενον, <i>auf das Vorliegende</i>, 2.58.13; καταφανές ἐστι τοῖς [[βραχέα]] συνεπιστήσασιν, 4.40.10, [[wobei]] man ἑαυτόν [[ergänzt]];<br><b class="num">Med</b>. und intr. tempp. des act. = <i>[[dabeistehen]] und die [[Aufsicht]] [[führen]]</i>, οἱ ξεναγοὶ ἑκάστης πόλεως ξυνεφεστῶτες ἠνάγκαζον ἐς τὸ [[ἔργον]], Thuc. 2.75.
}}
}}