Anonymous

παραδειγματιστέον: Difference between revisions

From LSJ
m
pape replacement
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραδειγματιστέον''': ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ [[παραδειγματίζω]], δεῖ παραδειγματίζειν, Πολύβ. 35. 2, 10.
|lstext='''παραδειγματιστέον''': ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ [[παραδειγματίζω]], δεῖ παραδειγματίζειν, Πολύβ. 35. 2, 10.
}}
{{pape
|ptext=adj. verb. zu [[παραδειγματίζω]], Pol. 35.2.10.
}}
}}