Anonymous

θορυβέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> "
m (Text replacement - "down" to "down")
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1215.png Seite 1215]] Geräusch machen, lärmen, bes. von dem verworrenen Lärmen großer Menschenmassen; Ar. Equ. 664; οἱ οἰκέται τῶν Μήδων, ἅτε τῶν δεσποτῶν ἀπεληλυθότων, [[ἀνειμένως]] καὶ ἔπιον καὶ ἐθορὺβουν Xen. Cyr. 4, 5, 8; Ar. Vesp. 622 ἢν [[γοῦν]] [[ἡμεῖς]] θορυβήσωμεν, πᾶς [[τίς]] φησι τῶν παριόντων, οἷον βροντᾷ τὸ [[δικαστήριον]]; bes. seinen Unwillen durch Murren u. Geschrei zu erkennen geben, καταγελῶσι καὶ θορυβοῦσι Plat. Prot. 319 c, μὴ θορυβεῖτε Apol. 21 a, ἐφ' οἷς ἂν [[λέγω]] 30 c; öfter bei den Rednern; [[πρός]] τινα, Thuc. 6, 61; selten Aeußerung des Beifalls, ταῦτ' εἰπόντος [[αὐτοῦ]] οὐκ ἐθορύβησαν, ὃ ποιεῖν εἰώθασι πᾶσι τοῖς [[χαριέντως]] διειλεγμένοις Isocr. 12, 264; ib. 233 ὁ [[λόγος]] ἐπῃνημένος καὶ τεθορυβημένος, mit Beifall aufgenommen; Plat. Euthyd. 303 b ἐθορύβησαν καὶ ἥσθησαν. Durch Lärmen stören, übh. in Unordnung bringen, verwirren, außer Fassung bringen, ὑπὸ τοιούτων ἀνδρῶν θορυβεῖ Soph. Ai. 164, im pass., wie Her. 4, 130; eine Schlachtordnung, Thuc. 3, 78; οἱ θορυβούμενοι, im Ggstz zu den εὐτάκτως καὶ σιωπῇ ἰόντες, Xen. Cyr. 5, 3, 55; [[ὄχλος]] θορυβούμενος Matth. 9, 23; [[μηδέ]] τις [[λόγος]] ἡμᾶς θορυβείτω Plat. Phaedr. 245 b; ἀγωνιῶντα καὶ τεθορυβημένον ὑπὸ τῶν λεγομένων Lys. 210 e; ἐκπεπληγμένοι καὶ τεθορυβημένοι [[ἦσαν]] Charm. 154 c; μηδὲν τὸ [[παράπαν]] δεδιότα μηδὲ θορυβούμενον στρατηγόν Legg. I, 640 b; Sp., θορυβηθεὶς πρὸς [[ταῦτα]] Plut. Camill. 29.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1215.png Seite 1215]] Geräusch machen, lärmen, bes. von dem verworrenen Lärmen großer Menschenmassen; Ar. Equ. 664; οἱ οἰκέται τῶν Μήδων, ἅτε τῶν δεσποτῶν ἀπεληλυθότων, [[ἀνειμένως]] καὶ ἔπιον καὶ ἐθορὺβουν Xen. Cyr. 4, 5, 8; Ar. Vesp. 622 ἢν [[γοῦν]] [[ἡμεῖς]] θορυβήσωμεν, πᾶς [[τίς]] φησι τῶν παριόντων, οἷον βροντᾷ τὸ [[δικαστήριον]]; bes. seinen Unwillen durch Murren u. Geschrei zu erkennen geben, καταγελῶσι καὶ θορυβοῦσι Plat. Prot. 319 c, μὴ θορυβεῖτε Apol. 21 a, ἐφ' οἷς ἂν [[λέγω]] 30 c; öfter bei den Rednern; [[πρός]] τινα, Thuc. 6, 61; selten Aeußerung des Beifalls, ταῦτ' εἰπόντος [[αὐτοῦ]] οὐκ ἐθορύβησαν, ὃ ποιεῖν εἰώθασι πᾶσι τοῖς [[χαριέντως]] διειλεγμένοις Isocr. 12, 264; ib. 233 ὁ [[λόγος]] ἐπῃνημένος καὶ τεθορυβημένος, mit Beifall aufgenommen; Plat. Euthyd. 303 b ἐθορύβησαν καὶ ἥσθησαν. Durch Lärmen stören, übh. in Unordnung bringen, verwirren, außer Fassung bringen, ὑπὸ τοιούτων ἀνδρῶν θορυβεῖ Soph. Ai. 164, im pass., wie Her. 4, 130; eine Schlachtordnung, Thuc. 3, 78; οἱ θορυβούμενοι, im <span class="ggns">Gegensatz</span> zu den εὐτάκτως καὶ σιωπῇ ἰόντες, Xen. Cyr. 5, 3, 55; [[ὄχλος]] θορυβούμενος Matth. 9, 23; [[μηδέ]] τις [[λόγος]] ἡμᾶς θορυβείτω Plat. Phaedr. 245 b; ἀγωνιῶντα καὶ τεθορυβημένον ὑπὸ τῶν λεγομένων Lys. 210 e; ἐκπεπληγμένοι καὶ τεθορυβημένοι [[ἦσαν]] Charm. 154 c; μηδὲν τὸ [[παράπαν]] δεδιότα μηδὲ θορυβούμενον στρατηγόν Legg. I, 640 b; Sp., θορυβηθεὶς πρὸς [[ταῦτα]] Plut. Camill. 29.
}}
}}
{{bailly
{{bailly