3,274,216
edits
m (Text replacement - "οἱ" to "οἱ") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑπερβόρεος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ὑπερβόρεος:'''<br /><b class="num">1</b> [[гиперборейский]], [[находящийся или живущий на крайнем севере]] (ἄνθρωποι Her.; [[ἀνήρ]] Luc.);<br /><b class="num">2</b> перен. [[безмятежный]], [[блаженный]] ([[τύχη]] Aesch.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπερβόρειος]], -ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[ὑπερβόρεος]], -έη, -ον, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που βρίσκεται στα βορειότερα μέρη της Ευρώπης ή κατάγεται από τα μέρη αυτά («[[ξανθή]] υπερβόρεια [[καλλονή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Ὑπερβόρειος</i>·[[προσωνυμία]] του Απόλλωνος<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>oἱ Ὑπερβόρε</i>(<i>ι</i>)<i>οι</i><br /><b>μυθ.</b> οι κάτοικοι μιας χώρας παραδείσιας, [[πέρα]] από τον Βορρά, όπου είχε την [[κατοικία]] του και ο [[Βορέας]], οι οποίοι συνδέθηκαν με τη [[λατρεία]] του Απόλλωνος στους Δελφούς και στη Δήλο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[υπερβόρειος]] [[ωκεανός]]» — οι θάλασσες στα βόρεια της Ευρώπης, [[πέρα]] από την Γερμανία και την Σουηδία, στις ακτές τών οποίων κατοικούσαν οι Υπερβόρειοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν το όν. του μυθικού [[αυτού]] λαού ως σύνθ. από την [[πρόθεση]] [[ὑπέρ]] και τη λ. [[Βορέας]] και του αποδίδουν τη σημ. «αυτοί που κατοικούν [[πέρα]] από τον βόρειο άνεμο», ενώ άλλοι ερμηνεύουν τη λ. «αυτοί που κατοικούν [[πέρα]] από τα βουνά» (για την πιθανή [[αναγωγή]] της λ. [[Βορέας]] σε μια λ. με σημ. «[[βουνό]]» <b>βλ. λ.</b> [[βορράς]]). Έχει διατυπωθεί, [[τέλος]], και η [[άποψη]] ότι ο τ. [[Ὑπερβόρεοι]] [[είναι]] τ. της μακεδονικής διαλέκτου, ο [[οποίος]] συνδέεται (με [[τροπή]] του -<i>φ</i>- σε -<i>β</i>-) με την ονομ. [[Περφερέες]] αυτών που συνόδευαν τις παρθένες τών Υπερβορείων, οι οποίες στέλνονταν στη Δήλο]. | |mltxt=-α, -ο / [[ὑπερβόρειος]], -ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[ὑπερβόρεος]], -έη, -ον, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που βρίσκεται στα βορειότερα μέρη της Ευρώπης ή κατάγεται από τα μέρη αυτά («[[ξανθή]] υπερβόρεια [[καλλονή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Ὑπερβόρειος</i>·[[προσωνυμία]] του Απόλλωνος<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>oἱ Ὑπερβόρε</i>(<i>ι</i>)<i>οι</i><br /><b>μυθ.</b> οι κάτοικοι μιας χώρας παραδείσιας, [[πέρα]] από τον Βορρά, όπου είχε την [[κατοικία]] του και ο [[Βορέας]], οι οποίοι συνδέθηκαν με τη [[λατρεία]] του Απόλλωνος στους Δελφούς και στη Δήλο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[υπερβόρειος]] [[ωκεανός]]» — οι θάλασσες στα βόρεια της Ευρώπης, [[πέρα]] από την Γερμανία και την Σουηδία, στις ακτές τών οποίων κατοικούσαν οι Υπερβόρειοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν το όν. του μυθικού [[αυτού]] λαού ως σύνθ. από την [[πρόθεση]] [[ὑπέρ]] και τη λ. [[Βορέας]] και του αποδίδουν τη σημ. «αυτοί που κατοικούν [[πέρα]] από τον βόρειο άνεμο», ενώ άλλοι ερμηνεύουν τη λ. «αυτοί που κατοικούν [[πέρα]] από τα βουνά» (για την πιθανή [[αναγωγή]] της λ. [[Βορέας]] σε μια λ. με σημ. «[[βουνό]]» <b>βλ. λ.</b> [[βορράς]]). Έχει διατυπωθεί, [[τέλος]], και η [[άποψη]] ότι ο τ. [[Ὑπερβόρεοι]] [[είναι]] τ. της μακεδονικής διαλέκτου, ο [[οποίος]] συνδέεται (με [[τροπή]] του -<i>φ</i>- σε -<i>β</i>-) με την ονομ. [[Περφερέες]] αυτών που συνόδευαν τις παρθένες τών Υπερβορείων, οι οποίες στέλνονταν στη Δήλο]. | ||
}} | }} |