Anonymous

κονιάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=-ῶ (=ἀσβεστώνω, ἀσπρίζω). Ἀπό τό [[κονία]] πού παράγεται ἀπό τό [[κόνις]]. Παράγωγα τοῦ [[κόνις]]: [[κονίω]] (=σκονίζω), [[κόνισις]] (=ἄσκηση στήν [[κονίστρα]]), [[κονίστρα]], [[κονιστήριον]], [[κονιστικός]], [[ἀκονιτί]] (=[[χωρίς]] σκόνη, [[χωρίς]] κόπο), [[κονία]], [[κονιάω]], [[κονίαμα]] (=ἀσβέστωμα), ἀμμοκονίαμα, [[κονίασις]] (=ἄσπρισμα), [[κονιατής]], [[κονιατός]], [[ἀκονίατος]], [[κονιορτός]] (=σύννεφο σκόνης, κουρνιαχτό), [[κονίσαλος]] (=σύννεφο σκόνης).
|mantxt=-ῶ (=ἀσβεστώνω, ἀσπρίζω). Ἀπό τό [[κονία]] πού παράγεται ἀπό τό [[κόνις]]. Παράγωγα τοῦ [[κόνις]]: [[κονίω]] (=[[σκονίζω]]), [[κόνισις]] (=ἄσκηση στήν [[κονίστρα]]), [[κονίστρα]], [[κονιστήριον]], [[κονιστικός]], [[ἀκονιτί]] (=[[χωρίς]] σκόνη, [[χωρίς]] κόπο), [[κονία]], [[κονιάω]], [[κονίαμα]] (=[[ἀσβέστωμα]]), ἀμμοκονίαμα, [[κονίασις]] (=[[ἄσπρισμα]]), [[κονιατής]], [[κονιατός]], [[ἀκονίατος]], [[κονιορτός]] (=σύννεφο σκόνης, κουρνιαχτό), [[κονίσαλος]] (=σύννεφο σκόνης).
}}
}}