3,274,447
edits
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=-ῶ (=ἀσβεστώνω, ἀσπρίζω). Ἀπό τό [[κονία]] πού παράγεται ἀπό τό [[κόνις]]. Παράγωγα τοῦ [[κόνις]]: [[κονίω]] (=[[σκονίζω]]), [[κόνισις]] (=ἄσκηση στήν [[κονίστρα]]), [[κονίστρα]], [[κονιστήριον]], [[κονιστικός]], [[ἀκονιτί]] (=[[χωρίς]] σκόνη, [[χωρίς]] κόπο), [[κονία]], [[κονιάω]], [[κονίαμα]] (=[[ἀσβέστωμα]]), ἀμμοκονίαμα, [[κονίασις]] (=[[ἄσπρισμα]]), [[κονιατής]], [[κονιατός]], [[ἀκονίατος]], [[κονιορτός]] (=σύννεφο σκόνης, κουρνιαχτό), [[κονίσαλος]] (=σύννεφο σκόνης). | |mantxt=-ῶ (=[[ἀσβεστώνω]], [[ἀσπρίζω]]). Ἀπό τό [[κονία]] πού παράγεται ἀπό τό [[κόνις]]. Παράγωγα τοῦ [[κόνις]]: [[κονίω]] (=[[σκονίζω]]), [[κόνισις]] (=ἄσκηση στήν [[κονίστρα]]), [[κονίστρα]], [[κονιστήριον]], [[κονιστικός]], [[ἀκονιτί]] (=[[χωρίς]] σκόνη, [[χωρίς]] κόπο), [[κονία]], [[κονιάω]], [[κονίαμα]] (=[[ἀσβέστωμα]]), ἀμμοκονίαμα, [[κονίασις]] (=[[ἄσπρισμα]]), [[κονιατής]], [[κονιατός]], [[ἀκονίατος]], [[κονιορτός]] (=σύννεφο σκόνης, κουρνιαχτό), [[κονίσαλος]] (=σύννεφο σκόνης). | ||
}} | }} |