3,277,002
edits
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 47: | Line 47: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=<b class="num">1 </b>(=[[καίω]]). Ἀπό ρίζα δαϝ-.<br><b>Παράγωγα:</b> δᾴςδᾳδός, [[δαλός]] (=ἀναμμένο ξύλο), καί [[ἴσως]] τό [[δαΐς]] (=[[μάχη]]), δάιος (=[[ἐχθρικός]]).<br><b class="num">2</b> (=[[μοιράζω]]). Ἀπό ρίζα δα-.<br><b>Παράγωγα:</b> δαίςδαιτός, [[δαίνυμι]] (=[[τρώω]]), [[δαιταλεύς]] (=[[συμπότης]]), [[δαιτρός]] (μοιραστής), [[δαιτρεύω]] (=[[μοιράζω]]), [[δαιτυμών]], [[δατέομαι]] (=μοιράζομαι), [[δασμός]] (=[[διανομή]]), [[ἀναδασμός]], [[δαίμων]] (=μοίρα), [[δαιτύς]] (=φαγητό), [[δάσμα]] (=μερίδιο), [[ἀνάδαστος]] (=ξαναμοιρασμένος), [[δῆμος]] (=διαμέρισμα), [[εὐδαίμων]] (=εὐτυχισμένος), [[κακοδαίμων]] (=δυστυχισμένος), [[κακοδαιμονία]] (=[[δυστυχία]]), [[πανδαισία]], [[πάνδημος]], [[πανδημεί]], [[δεισιδαίμων]]. | |mantxt=<b class="num">1 </b>(=[[καίω]]). Ἀπό ρίζα δαϝ-.<br><b>Παράγωγα:</b> δᾴςδᾳδός, [[δαλός]] (=ἀναμμένο ξύλο), καί [[ἴσως]] τό [[δαΐς]] (=[[μάχη]]), δάιος (=[[ἐχθρικός]]).<br><b class="num">2</b> (=[[μοιράζω]]). Ἀπό ρίζα δα-.<br><b>Παράγωγα:</b> δαίςδαιτός, [[δαίνυμι]] (=[[τρώω]]), [[δαιταλεύς]] (=[[συμπότης]]), [[δαιτρός]] (μοιραστής), [[δαιτρεύω]] (=[[μοιράζω]]), [[δαιτυμών]], [[δατέομαι]] (=[[μοιράζομαι]]), [[δασμός]] (=[[διανομή]]), [[ἀναδασμός]], [[δαίμων]] (=[[μοίρα]]), [[δαιτύς]] (=[[φαγητό]]), [[δάσμα]] (=[[μερίδιο]]), [[ἀνάδαστος]] (=[[ξαναμοιρασμένος]]), [[δῆμος]] (=[[διαμέρισμα]]), [[εὐδαίμων]] (=[[εὐτυχισμένος]]), [[κακοδαίμων]] (=[[δυστυχισμένος]]), [[κακοδαιμονία]] (=[[δυστυχία]]), [[πανδαισία]], [[πάνδημος]], [[πανδημεί]], [[δεισιδαίμων]]. | ||
}} | }} |