Anonymous

κρότος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "ear-ring" to "earring")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ξερός]] [[ἦχος]]). Εἶναι ἠχοποιημένη λέξη. Ἀπό τό [[ρῆμα]] [[κρούω]] (=χτυπῶ) ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: [[κροῦμα]] καί [[κροῦσμα]] (=χτύπημα), [[κρουματικός]] καί [[κρουσματικός]], [[κροῦσις]], [[ἀνάκρουσις]], [[παράκρουσις]], [[ὑπόκρουσις]], [[ἀπόκρουσις]], [[σύγκρουσις]], [[κρουσμός]], [[κρουστέον]], [[ἀνακρουστέον]], [[κρουστικός]], [[ἀποκρουστικός]], καί τά σύνθ.: κρουσιδημῶ (=ἐξαπατῶ τό δῆμο), [[κρουσίθυρος]], [[κρουσιλύρης]], κρουσιμετρῶ (=ἐξαπατῶ μετρώντας λειψά τό σιτάρι), παρακρουσιχοίνικος, [[πολύκροτος]].
|mantxt=(=[[ξερός]] [[ἦχος]]). Εἶναι ἠχοποιημένη λέξη. Ἀπό τό [[ρῆμα]] [[κρούω]] (=[[χτυπῶ]]) ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: [[κροῦμα]] καί [[κροῦσμα]] (=[[χτύπημα]]), [[κρουματικός]] καί [[κρουσματικός]], [[κροῦσις]], [[ἀνάκρουσις]], [[παράκρουσις]], [[ὑπόκρουσις]], [[ἀπόκρουσις]], [[σύγκρουσις]], [[κρουσμός]], [[κρουστέον]], [[ἀνακρουστέον]], [[κρουστικός]], [[ἀποκρουστικός]], καί τά σύνθ.: κρουσιδημῶ (=ἐξαπατῶ τό δῆμο), [[κρουσίθυρος]], [[κρουσιλύρης]], κρουσιμετρῶ (=ἐξαπατῶ μετρώντας λειψά τό σιτάρι), παρακρουσιχοίνικος, [[πολύκροτος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ὁ (mit [[κρούω]] [[zusammenhangend]]), <i>[[jedes]] durch [[Schlagen]], [[Stampfen]], [[Klatschen]] entstehende [[Geräusch]]</i>; z.B. [[χειρῶν]], <i>[[Händeklatschen]]</i>, das [[Zeichen]] der [[Freude]] und des Beifalls, Ar. <i>Ran</i>. 156; καὶ [[γέλως]] Plat. <i>Lach</i>. 184a; κρότοι ἐπαίνους ἀποδιδόντες <i>Legg</i>. III.700c; θόρυβον καὶ κρότον τοιοῦτον, ὡς ἂν ἐπαινοῦντές τε καὶ συνησθέντες ἐποιήσατε Dem. 21.14; [[ἐνόπλιος]], <i>[[Waffenlärm]]</i>, Plut. <i>Mar</i>. 22; κρότον [[ἄρασθαι]], <i>Lärm [[erheben]], Crass</i>. 33. – Auch vom Tanze, παννυχίοις ποδῶν κρότοισι Eur. <i>Heracl</i>. 783, wie ἀέριον ἀνὰ κρότον ποδῶν <i>[[Troad]]</i>. 546; σικινίδων <i>Cycl</i>. 37; – von der Rede, <i>[[Wortschall]]</i>, τῶν Δημοσθενικῶν λόγων Luc. <i>Dem. enc</i>. 15, vgl. 32; auch andere Spätere
|ptext=ὁ (mit [[κρούω]] [[zusammenhangend]]), <i>[[jedes]] durch [[Schlagen]], [[Stampfen]], [[Klatschen]] entstehende [[Geräusch]]</i>; z.B. [[χειρῶν]], <i>[[Händeklatschen]]</i>, das [[Zeichen]] der [[Freude]] und des Beifalls, Ar. <i>Ran</i>. 156; καὶ [[γέλως]] Plat. <i>Lach</i>. 184a; κρότοι ἐπαίνους ἀποδιδόντες <i>Legg</i>. III.700c; θόρυβον καὶ κρότον τοιοῦτον, ὡς ἂν ἐπαινοῦντές τε καὶ συνησθέντες ἐποιήσατε Dem. 21.14; [[ἐνόπλιος]], <i>[[Waffenlärm]]</i>, Plut. <i>Mar</i>. 22; κρότον [[ἄρασθαι]], <i>Lärm [[erheben]], Crass</i>. 33. – Auch vom Tanze, παννυχίοις ποδῶν κρότοισι Eur. <i>Heracl</i>. 783, wie ἀέριον ἀνὰ κρότον ποδῶν <i>[[Troad]]</i>. 546; σικινίδων <i>Cycl</i>. 37; – von der Rede, <i>[[Wortschall]]</i>, τῶν Δημοσθενικῶν λόγων Luc. <i>Dem. enc</i>. 15, vgl. 32; auch andere Spätere
}}
}}