3,276,318
edits
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[κρότος]], Μ και [[κρότος]], τὸ)<br /><b>1.</b> [[δυνατός]] και [[ξηρός]] [[ήχος]] μικρής διάρκειας που προέρχεται [[συνήθως]] από [[κρούση]] ή [[σύγκρουση]] (α. «μέ ξύπνησε [[ένας]] [[φοβερός]] [[κρότος]]» β. «ὀλολύγματα παννυχίοις ὑπὸ παρθένων ἰαχεῖ ποδῶν κρότοισιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) ο [[έντονος]] [[ήχος]] ή ο [[θόρυβος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ακουστ.)</b> [[ήχος]] πολύ σύντομης [[συνήθως]] διάρκειας, ο [[οποίος]] στερείται του χαρακτηριστικού του ύψους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ζωηρή [[εντύπωση]] ή [[μεγάλη]] [[απήχηση]] ενός γεγονότος, [[πάταγος]] («τα τελευταία σκάνδαλα έκαναν κρότο διεθνώς»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ταραχή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παίρνω]] τὸ [[κρότος]]» — καταλαμβάνομαι από φόβο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χειροκρότημα]], [[επιδοκιμασία]] («[[κρότος]] χειρών», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ειδ.)</b> [[ξηρός]] [[ήχος]] που προκαλεί [[κανείς]] προκειμένου να συγκεντρώσει [[σμήνος]] [[μελισσών]] («δοκοῦσι δὲ χαίρειν αἱ μέλιτται καὶ τῷ κρότῳ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποδοκιμασία]] («ἦν δὲ [[γέλως]] καὶ [[κρότος]] ὑπὸ τῶν ἐκ τῆς ὁλκάδος», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κρότος]] [[είναι]] μεταρρηματ. παρ. του <i>κροτῶ</i>, το οποίο μαρτυρείται [[νωρίτερα]] και συχνότερα από το [[κρότος]]. Πρόκειται πιθ. για επιτατικό σχηματισμό, που ανάγεται ίσως σε <i>krnt</i>- και συνδέεται με τα σημασιολογικώς συγγενή <i>βρομῶ</i>, <i>δουπῶ</i>, [[καθώς]] και με αγγλοσαξ. <i>hrindan</i>, <i>hrand</i>, αρχ. νορβ. <i>hrinda</i>, <i>hratt</i> «[[χτυπώ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κρόταλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κροτικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κροτοθόρυβος]]. (Β' συνθετικό) [[άκροτος]], [[δίκροτος]], [[έκκροτος]], [[μονόκροτος]], [[πολύκροτος]], [[τρίκροτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αμφίκροτος</i>, [[απόκροτος]], <i>δυσκροτος</i>, [[επίκροτος]], [[εύκροτος]], [[ιππόκροτος]], [[κατάκροτος]], [[κωδωνόκροτος]], <i>λιγόκροτος</i>, [[μετρόκροτος]], [[νεόκροτος]], [[περίκροτος]], [[ποδίκροτος]], [[ποσσίκροτος]], [[υψίκροτος]], [[φιλόκροτος]], [[χαλκόκροτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλεξίκροτος]]]. | |mltxt=ο (AM [[κρότος]], Μ και [[κρότος]], [[τὸ]])<br /><b>1.</b> [[δυνατός]] και [[ξηρός]] [[ήχος]] μικρής διάρκειας που προέρχεται [[συνήθως]] από [[κρούση]] ή [[σύγκρουση]] (α. «μέ ξύπνησε [[ένας]] [[φοβερός]] [[κρότος]]» β. «ὀλολύγματα παννυχίοις ὑπὸ παρθένων ἰαχεῖ ποδῶν κρότοισιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) ο [[έντονος]] [[ήχος]] ή ο [[θόρυβος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ακουστ.)</b> [[ήχος]] πολύ σύντομης [[συνήθως]] διάρκειας, ο [[οποίος]] στερείται του χαρακτηριστικού του ύψους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ζωηρή [[εντύπωση]] ή [[μεγάλη]] [[απήχηση]] ενός γεγονότος, [[πάταγος]] («τα τελευταία σκάνδαλα έκαναν κρότο διεθνώς»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ταραχή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παίρνω]] τὸ [[κρότος]]» — καταλαμβάνομαι από φόβο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χειροκρότημα]], [[επιδοκιμασία]] («[[κρότος]] χειρών», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ειδ.)</b> [[ξηρός]] [[ήχος]] που προκαλεί [[κανείς]] προκειμένου να συγκεντρώσει [[σμήνος]] [[μελισσών]] («δοκοῦσι δὲ χαίρειν αἱ μέλιτται καὶ τῷ κρότῳ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποδοκιμασία]] («ἦν δὲ [[γέλως]] καὶ [[κρότος]] ὑπὸ τῶν ἐκ τῆς ὁλκάδος», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κρότος]] [[είναι]] μεταρρηματ. παρ. του <i>κροτῶ</i>, το οποίο μαρτυρείται [[νωρίτερα]] και συχνότερα από το [[κρότος]]. Πρόκειται πιθ. για επιτατικό σχηματισμό, που ανάγεται ίσως σε <i>krnt</i>- και συνδέεται με τα σημασιολογικώς συγγενή <i>βρομῶ</i>, <i>δουπῶ</i>, [[καθώς]] και με αγγλοσαξ. <i>hrindan</i>, <i>hrand</i>, αρχ. νορβ. <i>hrinda</i>, <i>hratt</i> «[[χτυπώ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κρόταλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κροτικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κροτοθόρυβος]]. (Β' συνθετικό) [[άκροτος]], [[δίκροτος]], [[έκκροτος]], [[μονόκροτος]], [[πολύκροτος]], [[τρίκροτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αμφίκροτος</i>, [[απόκροτος]], <i>δυσκροτος</i>, [[επίκροτος]], [[εύκροτος]], [[ιππόκροτος]], [[κατάκροτος]], [[κωδωνόκροτος]], <i>λιγόκροτος</i>, [[μετρόκροτος]], [[νεόκροτος]], [[περίκροτος]], [[ποδίκροτος]], [[ποσσίκροτος]], [[υψίκροτος]], [[φιλόκροτος]], [[χαλκόκροτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλεξίκροτος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |