Anonymous

κόπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "(Moy.<\/b><\/i> )(.*?μαι);" to "$1;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 56: Line 56:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=χτυπῶ, [[ἀποκόπτω]]). Ἠχοποιημένη λέξη. Θέμα κοπ + [[πρόσφυμα]] τ + ω = [[κόπτω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[κοπή]] (=χτύπημα) καί συνθ. (ἀνα, ἀπο, δια, περι, συγ, προ, ἐγ)[[κοπή]], [[κόπος]], [[ὑπέρκοπος]] (=[[θρασύς]]), [[παράκοπος]] (=παράφρονας), [[ξυλοκόπος]], [[κοπάζω]], [[κόπασις]], [[κόπασμα]] (=χαλάρωση), [[κόπανον]], [[κοπανίζω]], [[κοπανισμός]], [[κοπανιστήριον]], [[κοπανιστός]], [[κοπάς]] (=κλαδεμένη ἐλιά), [[κοπεύς]] (=κοπίδι), [[κοπιάω]] -ῶ, [[κοπίαμα]] (=κοπίασμα), [[κοπιώδης]], [[κοπόω]] -ῶ (=κουράζω), [[κοπιάζω]], [[κοπίς]] (=μαχαίρι), [[κοπτός]], [[κοπτικός]], [[κοπτέον]], [[κοπετός]] (=[[θρῆνος]]), [[κόπαιον]] (=κομμάτι), [[κοπάδιον]], [[κόμμα]], [[κομματικός]], [[κομμάτιον]], [[ἀπόκομμα]], [[κομμός]], [[κωφός]], [[προσκόπτω]] (=σκοντάφτω).
|mantxt=(=χτυπῶ, [[ἀποκόπτω]]). Ἠχοποιημένη λέξη. Θέμα κοπ + [[πρόσφυμα]] τ + ω = [[κόπτω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[κοπή]] (=[[χτύπημα]]) καί συνθ. (ἀνα, ἀπο, δια, περι, συγ, προ, ἐγ)[[κοπή]], [[κόπος]], [[ὑπέρκοπος]] (=[[θρασύς]]), [[παράκοπος]] (=[[παράφρονας]]), [[ξυλοκόπος]], [[κοπάζω]], [[κόπασις]], [[κόπασμα]] (=[[χαλάρωση]]), [[κόπανον]], [[κοπανίζω]], [[κοπανισμός]], [[κοπανιστήριον]], [[κοπανιστός]], [[κοπάς]] (=κλαδεμένη ἐλιά), [[κοπεύς]] (=[[κοπίδι]]), [[κοπιάω]] -ῶ, [[κοπίαμα]] (=[[κοπίασμα]]), [[κοπιώδης]], [[κοπόω]] -ῶ (=[[κουράζω]]), [[κοπιάζω]], [[κοπίς]] (=[[μαχαίρι]]), [[κοπτός]], [[κοπτικός]], [[κοπτέον]], [[κοπετός]] (=[[θρῆνος]]), [[κόπαιον]] (=[[κομμάτι]]), [[κοπάδιον]], [[κόμμα]], [[κομματικός]], [[κομμάτιον]], [[ἀπόκομμα]], [[κομμός]], [[κωφός]], [[προσκόπτω]] (=[[σκοντάφτω]]).
}}
}}
{{elmes
{{elmes