Anonymous

εὐνή: Difference between revisions

From LSJ
12 bytes added ,  29 November 2022
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 ;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=κρεβάτι, [[στρῶμα]], φωλιά). Ἴσως ἀπό τό εὔδω (=κοιμοῦμαι).<br><b>Παράγωγα:</b> [[εὐνάζω]] (=[[βάζω]] κάποιον νά κοιμηθεῖ), [[εὐναῖος]], [[εὐνάσιμος]], [[εὐνατήριον]] (=κοιτώνας), [[εὐνάω]] (=[[πλαγιάζω]]), [[εὐνέτης]] (=[[σύζυγος]]), [[εὐνέτις]] (θηλ. ἡ [[σύζυγος]]), [[εὔνημα]] (=συγκοίμηση), [[εὐνητήρ]] -[[εὐνατήρ]] = [[εὐναστήρ]] (=[[σύζυγος]]), [[εὐνάτειρα]] = [[εὐνήτρια]] (=ἡ [[σύζυγος]]), [[εὐνῆθεν]], [[κατευνασμός]], [[κατευναστικός]], [[εὐνοῦχος]], [[σύνευνος]].
|mantxt=(=κρεβάτι, [[στρῶμα]], φωλιά). Ἴσως ἀπό τό εὔδω (=[[κοιμοῦμαι]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[εὐνάζω]] (=[[βάζω]] κάποιον νά κοιμηθεῖ), [[εὐναῖος]], [[εὐνάσιμος]], [[εὐνατήριον]] (=[[κοιτώνας]]), [[εὐνάω]] (=[[πλαγιάζω]]), [[εὐνέτης]] (=[[σύζυγος]]), [[εὐνέτις]] (θηλ. ἡ [[σύζυγος]]), [[εὔνημα]] (=[[συγκοίμηση]]), [[εὐνητήρ]] -[[εὐνατήρ]] = [[εὐναστήρ]] (=[[σύζυγος]]), [[εὐνάτειρα]] = [[εὐνήτρια]] (=ἡ [[σύζυγος]]), [[εὐνῆθεν]], [[κατευνασμός]], [[κατευναστικός]], [[εὐνοῦχος]], [[σύνευνος]].
}}
}}