Anonymous

σαγηνεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 ;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ψαρεύω μέ δίχτυ, πιάνω μέ δίχτυ). Ἀπό τό [[σαγήνη]] (=δίχτυ), πού παράγεται ἀπό τό [[σάττω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[σαγηνεύω]]: [[σαγηνεία]], [[σαγηνεύς]], [[σαγηνευτήρ]], [[σαγηνευτής]].
|mantxt=(=ψαρεύω μέ δίχτυ, πιάνω μέ δίχτυ). Ἀπό τό [[σαγήνη]] (=[[δίχτυ]]), πού παράγεται ἀπό τό [[σάττω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[σαγηνεύω]]: [[σαγηνεία]], [[σαγηνεύς]], [[σαγηνευτήρ]], [[σαγηνευτής]].
}}
}}