Anonymous

σαλεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);" to "$1 , $3, $4;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=κουνῶ, [[κλονίζω]]). Ἀπό τό οὐσ. [[σάλος]] (=κίνηση, [[ταραχή]]) ἀπό ρίζα σαλ-.<br><b>Παράγωγα:</b> [[σάλαξ]] (=κόσκινο τῶν μεταλλουργῶν), [[σαλάκων]] (=ξιπασμένος), [[σαλάσσω]] (=κουνῶ), [[σάλη]], [[σαλεία]] (=[[ταραχή]]), [[σάλευμα]], [[σάλευσις]], [[διασάλευσις]], [[σαλευτός]], [[ἀσάλευτος]], [[ἀπαρασάλευτος]], ἀπαρασαλεύτως, [[κονίσαλος]] (=σύννεφο σκόνης).
|mantxt=(=κουνῶ, [[κλονίζω]]). Ἀπό τό οὐσ. [[σάλος]] (=κίνηση, [[ταραχή]]) ἀπό ρίζα σαλ-.<br><b>Παράγωγα:</b> [[σάλαξ]] (=κόσκινο τῶν μεταλλουργῶν), [[σαλάκων]] (=[[ξιπασμένος]]), [[σαλάσσω]] (=[[κουνῶ]]), [[σάλη]], [[σαλεία]] (=[[ταραχή]]), [[σάλευμα]], [[σάλευσις]], [[διασάλευσις]], [[σαλευτός]], [[ἀσάλευτος]], [[ἀπαρασάλευτος]], ἀπαρασαλεύτως, [[κονίσαλος]] (=σύννεφο σκόνης).
}}
}}