3,258,336
edits
Line 44: | Line 44: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=κουνῶ, [[κλονίζω]]). Ἀπό τό οὐσ. [[σάλος]] (=κίνηση, [[ταραχή]]) ἀπό ρίζα σαλ-.<br><b>Παράγωγα:</b> [[σάλαξ]] (=κόσκινο τῶν μεταλλουργῶν), [[σαλάκων]] (=[[ξιπασμένος]]), [[σαλάσσω]] (=[[κουνῶ]]), [[σάλη]], [[σαλεία]] (=[[ταραχή]]), [[σάλευμα]], [[σάλευσις]], [[διασάλευσις]], [[σαλευτός]], [[ἀσάλευτος]], [[ἀπαρασάλευτος]], ἀπαρασαλεύτως, [[κονίσαλος]] (=σύννεφο σκόνης). | |mantxt=(=[[κουνῶ]], [[κλονίζω]]). Ἀπό τό οὐσ. [[σάλος]] (=[[κίνηση]], [[ταραχή]]) ἀπό ρίζα σαλ-.<br><b>Παράγωγα:</b> [[σάλαξ]] (=κόσκινο τῶν μεταλλουργῶν), [[σαλάκων]] (=[[ξιπασμένος]]), [[σαλάσσω]] (=[[κουνῶ]]), [[σάλη]], [[σαλεία]] (=[[ταραχή]]), [[σάλευμα]], [[σάλευσις]], [[διασάλευσις]], [[σαλευτός]], [[ἀσάλευτος]], [[ἀπαρασάλευτος]], ἀπαρασαλεύτως, [[κονίσαλος]] (=σύννεφο σκόνης). | ||
}} | }} |