Anonymous

φείδομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 50: Line 50:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=λυπᾶμαι). Θέμα φειδ+ομαι = [[φείδομαι]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[φειδώ]] -οῦς (=[[οἰκονομία]]), [[φειδός]] (=τσιγγούνης), [[φειδομένως]], [[φειδωλή]], [[φειδωλία]], [[φειδωλός]], [[φείδων]] (=ἀγγεῖο μέ στενό λαιμό, ἀπό ὅπου τρέχει λίγο λάδι), φειδώνιον (ὑποκορ.), Φείδων (κύρ. [[ὄνομα]], ὁ βασιλιάς τοῦ Ἄργους), [[φειστέον]], Φειδίας, [[ἀφειδής]] (=[[σπάταλος]]), [[ἀφειδῶς]], [[πεφεισμένως]].
|mantxt=(=[[λυπᾶμαι]]). Θέμα φειδ+ομαι = [[φείδομαι]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[φειδώ]] -οῦς (=[[οἰκονομία]]), [[φειδός]] (=[[τσιγγούνης]]), [[φειδομένως]], [[φειδωλή]], [[φειδωλία]], [[φειδωλός]], [[φείδων]] (=ἀγγεῖο μέ στενό λαιμό, ἀπό ὅπου τρέχει λίγο λάδι), φειδώνιον (ὑποκορ.), Φείδων (κύρ. [[ὄνομα]], ὁ βασιλιάς τοῦ Ἄργους), [[φειστέον]], Φειδίας, [[ἀφειδής]] (=[[σπάταλος]]), [[ἀφειδῶς]], [[πεφεισμένως]].
}}
}}