Anonymous

ἀνύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=ἤ [[ἀνύτω]] (=ἐπιτελῶ, τελειώνω). Ἀπό [[θέμα]] ανυ- ἤ ανυτ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἄνυσις]] (=τελείωση), [[ἄνυσμα]] (=[[κατόρθωμα]]), [[ἀνύσιμος]] (=[[ἀποτελεσματικός]]), [[ἀνυστέον]], [[ἀνυστικός]] (=[[ἀποτελεσματικός]]), [[ἀνυστός]] (=κατορθωτός), [[ἀνήνυστος]] (=[[ἀκατόρθωτος]]), [[αὐθέντης]] [[ἀντί]] [[αὐτοέντης]] (=[[ἀπόλυτος]] [[κύριος]], αὐτός πού σκοτώνει μέ τά ἴδια του τά χέρια).
|mantxt=ἤ [[ἀνύτω]] (=ἐπιτελῶ, τελειώνω). Ἀπό [[θέμα]] ανυ- ἤ ανυτ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἄνυσις]] (=[[τελείωση]]), [[ἄνυσμα]] (=[[κατόρθωμα]]), [[ἀνύσιμος]] (=[[ἀποτελεσματικός]]), [[ἀνυστέον]], [[ἀνυστικός]] (=[[ἀποτελεσματικός]]), [[ἀνυστός]] (=[[κατορθωτός]]), [[ἀνήνυστος]] (=[[ἀκατόρθωτος]]), [[αὐθέντης]] [[ἀντί]] [[αὐτοέντης]] (=[[ἀπόλυτος]] [[κύριος]], αὐτός πού σκοτώνει μέ τά ἴδια του τά χέρια).
}}
}}