Anonymous

τρέπω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[στρέφω]]). Ἀπό ρίζα τρεπ-. Θέματα: α) τρεπ+ω = [[τρέπω]]. β) τροπ-, μέ ἑτεροίωση καί γ) τραπ- ἤ τρακ- ἤ τρεκ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τρέψις]], [[τρεπτέον]], [[ἐπιτρεπτέον]], [[τρεπτικός]], [[τρεπτός]], [[δυσαπότρεπτος]], ἐπιτρεπτός, [[τρεπτότης]], [[εὐτρεπής]] (=[[ἕτοιμος]]), [[τρόπαιον]] ἤ [[τροπαῖον]] (=σύμβολο νίκης), [[τροπαῖος]] (=[[φοβερός]]), [[ἀποτρόπαιος]], [[τροπή]] (=γύρισμα) καί τά σύνθ. (ἀνα, ἀπο, ἐκ, [[ἐν]], ἐπι, μετα, περι, προ, ὑπο)[[τροπή]], [[τροπικός]], [[τρόπις]] (=ἡ καρίνα τοῦ πλοίου), [[τρόπος]], [[ἄτροπος]] (=ἀλύγιστος), Ἄτροπος (μιά ἀπό τίς Μοῖρες), [[ἐπίτροπος]], [[πολύτροπος]] (=[[πανοῦργος]]), [[τροπός]] (=λουρί ἀπό στριμμένο [[δέρμα]]), [[τροπόω]] -ῶ, [[τροπωτήρ]] (=λουρί μέ τό ὁποῖο δένουν τό κουπί στό σκαλμό), [[ἀνατροπεύς]], [[τροπάριον]] (=[[σύντομος]] [[ὕμνος]]), [[προτροπάδην]], [[τραπητέον]], [[ἀτραπός]], [[εὐτράπελος]], [[ἀτρεκής]] (=[[ἀληθινός]]), [[ἄτρακτος]].
|mantxt=(=[[στρέφω]]). Ἀπό ρίζα τρεπ-. Θέματα: α) τρεπ+ω = [[τρέπω]]. β) τροπ-, μέ ἑτεροίωση καί γ) τραπ- ἤ τρακ- ἤ τρεκ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τρέψις]], [[τρεπτέον]], [[ἐπιτρεπτέον]], [[τρεπτικός]], [[τρεπτός]], [[δυσαπότρεπτος]], ἐπιτρεπτός, [[τρεπτότης]], [[εὐτρεπής]] (=[[ἕτοιμος]]), [[τρόπαιον]] ἤ [[τροπαῖον]] (=σύμβολο νίκης), [[τροπαῖος]] (=[[φοβερός]]), [[ἀποτρόπαιος]], [[τροπή]] (=[[γύρισμα]]) καί τά σύνθ. (ἀνα, ἀπο, ἐκ, [[ἐν]], ἐπι, μετα, περι, προ, ὑπο)[[τροπή]], [[τροπικός]], [[τρόπις]] (=ἡ καρίνα τοῦ πλοίου), [[τρόπος]], [[ἄτροπος]] (=[[ἀλύγιστος]]), Ἄτροπος (μιά ἀπό τίς Μοῖρες), [[ἐπίτροπος]], [[πολύτροπος]] (=[[πανοῦργος]]), [[τροπός]] (=λουρί ἀπό στριμμένο [[δέρμα]]), [[τροπόω]] -ῶ, [[τροπωτήρ]] (=λουρί μέ τό ὁποῖο δένουν τό κουπί στό σκαλμό), [[ἀνατροπεύς]], [[τροπάριον]] (=[[σύντομος]] [[ὕμνος]]), [[προτροπάδην]], [[τραπητέον]], [[ἀτραπός]], [[εὐτράπελος]], [[ἀτρεκής]] (=[[ἀληθινός]]), [[ἄτρακτος]].
}}
}}