Anonymous

ἀλοάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 , $3;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 47: Line 47:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=([[ἁλωνίζω]], ραβδίζω). Ἀπό τό [[ἀλωή]], δωρ. [[ἀλωά]] καί ἀττ. [[ἅλως]] (=ἁλώνι) πού παράγεται ἀπό τήν ἴδια ρίζα αλ- τοῦ [[ἀλέω]] (=[[ἀλέθω]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀλόησις]] (=ἁλώνισμα), [[ἀλοητέος]], [[ἀλοητής]] (=ἁλωνιστής), ὁ [[ἀλοητός]] (=ἁλώνισμα), [[ἀλοιάω]] (ἐπικ. τοῦ [[ἀλοάω]]), [[ἀλοίησις]], [[ἀλοιητήρ]], [[ἐπαλώστης]] (=αὐτός πού ὁδηγεῖ τά βόδια [[κατά]] τό ἁλώνισμα), [[πατραλοίας]] [[μητραλοίας]] (=αὐτός πού δέρνει ἤ σκοτώνει τόν πατέρα τή μητέρα του).
|mantxt=([[ἁλωνίζω]], ραβδίζω). Ἀπό τό [[ἀλωή]], δωρ. [[ἀλωά]] καί ἀττ. [[ἅλως]] (=[[ἁλώνι]]) πού παράγεται ἀπό τήν ἴδια ρίζα αλ- τοῦ [[ἀλέω]] (=[[ἀλέθω]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀλόησις]] (=[[ἁλώνισμα]]), [[ἀλοητέος]], [[ἀλοητής]] (=[[ἁλωνιστής]]), ὁ [[ἀλοητός]] (=[[ἁλώνισμα]]), [[ἀλοιάω]] (ἐπικ. τοῦ [[ἀλοάω]]), [[ἀλοίησις]], [[ἀλοιητήρ]], [[ἐπαλώστης]] (=αὐτός πού ὁδηγεῖ τά βόδια [[κατά]] τό ἁλώνισμα), [[πατραλοίας]] [[μητραλοίας]] (=αὐτός πού δέρνει ἤ σκοτώνει τόν πατέρα τή μητέρα του).
}}
}}