3,253,953
edits
Line 47: | Line 47: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=([[ἁλωνίζω]], ραβδίζω). Ἀπό τό [[ἀλωή]], δωρ. [[ἀλωά]] καί ἀττ. [[ἅλως]] (=[[ἁλώνι]]) πού παράγεται ἀπό τήν ἴδια ρίζα αλ- τοῦ [[ἀλέω]] (=[[ἀλέθω]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀλόησις]] (=[[ἁλώνισμα]]), [[ἀλοητέος]], [[ἀλοητής]] (=[[ἁλωνιστής]]), ὁ [[ἀλοητός]] (=[[ἁλώνισμα]]), [[ἀλοιάω]] (ἐπικ. τοῦ [[ἀλοάω]]), [[ἀλοίησις]], [[ἀλοιητήρ]], [[ἐπαλώστης]] (=αὐτός πού ὁδηγεῖ τά βόδια [[κατά]] τό ἁλώνισμα), [[πατραλοίας]] [[μητραλοίας]] (=αὐτός πού δέρνει ἤ σκοτώνει τόν πατέρα τή μητέρα του). | |mantxt=([[ἁλωνίζω]], [[ραβδίζω]]). Ἀπό τό [[ἀλωή]], δωρ. [[ἀλωά]] καί ἀττ. [[ἅλως]] (=[[ἁλώνι]]) πού παράγεται ἀπό τήν ἴδια ρίζα αλ- τοῦ [[ἀλέω]] (=[[ἀλέθω]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀλόησις]] (=[[ἁλώνισμα]]), [[ἀλοητέος]], [[ἀλοητής]] (=[[ἁλωνιστής]]), ὁ [[ἀλοητός]] (=[[ἁλώνισμα]]), [[ἀλοιάω]] (ἐπικ. τοῦ [[ἀλοάω]]), [[ἀλοίησις]], [[ἀλοιητήρ]], [[ἐπαλώστης]] (=αὐτός πού ὁδηγεῖ τά βόδια [[κατά]] τό ἁλώνισμα), [[πατραλοίας]] [[μητραλοίας]] (=αὐτός πού δέρνει ἤ σκοτώνει τόν πατέρα τή μητέρα του). | ||
}} | }} |