Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀπόμαγμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=καθετί πού μεταχειρίζεται κάποιος γιά καθάρισμα, [[ἀκαθαρσία]]). Ἀπό τό [[ἀπομάσσω]] (=σκουπίζω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀπομαγδαλία]] (=τό μαλακό [[μέρος]] τοῦ ψωμιοῦ μέ τό ὁποῖο οἱ ἀρχαῖοι σκούπιζαν τά χέρια τους [[μετά]] τό δεῖπνο), [[ἀπομάκτης]] (=αὐτός πού καθαρίζει), [[ἀπόμακτρον]] (=μ' [[αὐτό]] ἔκοβαν το ψωμί πού ἦταν παραπάνω), [[ἀπόμαξις]].
|mantxt=(=καθετί πού μεταχειρίζεται κάποιος γιά καθάρισμα, [[ἀκαθαρσία]]). Ἀπό τό [[ἀπομάσσω]] (=[[σκουπίζω]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀπομαγδαλία]] (=τό μαλακό [[μέρος]] τοῦ ψωμιοῦ μέ τό ὁποῖο οἱ ἀρχαῖοι σκούπιζαν τά χέρια τους [[μετά]] τό δεῖπνο), [[ἀπομάκτης]] (=αὐτός πού καθαρίζει), [[ἀπόμακτρον]] (=μ' [[αὐτό]] ἔκοβαν το ψωμί πού ἦταν παραπάνω), [[ἀπόμαξις]].
}}
}}