Anonymous

ὄμνυμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 47: Line 47:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ὁρκίζομαι). Ἀπό [[θέμα]] ομ + [[πρόσφυμα]] νυ + μι = [[ὄμνυμι]]. Θέμα ομο τοῦ μέλλοντα ὁμόσω ὁμοῦμαι, [[θέμα]] ομοσ, γιά τόν παθητ. μέλλ. καί ἀόριστο. Ὁ παρακειμ. καί ὑπερσ. παίρνουν ἀττικό ἀναδιπλασιασμό ([[ὀμώμοκα]] [[ὠμωμόκειν]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἀντωμοσία]] (=[[ὅρκος]] ὅτι θά λεχθῆ ἡ [[ἀλήθεια]] καί ἀπό τόν κατήγορο καί ἀπό τόν κατηγορούμενο), [[ἀνώμοτος]] (=πού δέν ὁρκίστηκε), [[ἀπώμοτος]] (=ὅ,τι μέ ὅρκο λέει κάποιος ὅτι δέν ἔκανε), [[διωμοσία]], ἐνωμοσία, [[ἐνώμοτος]], [[ἐνωμοτάρχης]], [[ξυνώμοτον]] (=ἔνορκη [[συμφωνία]]), [[συνωμοσία]], [[συνωμότης]], [[ὑπωμοσία]], [[ὁρκωμοσία]].
|mantxt=(=[[ὁρκίζομαι]]). Ἀπό [[θέμα]] ομ + [[πρόσφυμα]] νυ + μι = [[ὄμνυμι]]. Θέμα ομο τοῦ μέλλοντα ὁμόσω ὁμοῦμαι, [[θέμα]] ομοσ, γιά τόν παθητ. μέλλ. καί ἀόριστο. Ὁ παρακειμ. καί ὑπερσ. παίρνουν ἀττικό ἀναδιπλασιασμό ([[ὀμώμοκα]] [[ὠμωμόκειν]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἀντωμοσία]] (=[[ὅρκος]] ὅτι θά λεχθῆ ἡ [[ἀλήθεια]] καί ἀπό τόν κατήγορο καί ἀπό τόν κατηγορούμενο), [[ἀνώμοτος]] (=πού δέν ὁρκίστηκε), [[ἀπώμοτος]] (=ὅ,τι μέ ὅρκο λέει κάποιος ὅτι δέν ἔκανε), [[διωμοσία]], ἐνωμοσία, [[ἐνώμοτος]], [[ἐνωμοτάρχης]], [[ξυνώμοτον]] (=ἔνορκη [[συμφωνία]]), [[συνωμοσία]], [[συνωμότης]], [[ὑπωμοσία]], [[ὁρκωμοσία]].
}}
}}
{{elmes
{{elmes
|esmgtx=1 [[jurar]] c. ac. int. ὁρκίζω ὑμᾶς, ἅτινα ὠμόσατε ἐπὶ Σολομῶνος <b class="b3">os conjuro por cuanto jurasteis por Salomón</b> C 10 30 2 [[conjurar]], [[obligar mediante juramento]] c. dat. e inf. ὄμνυμί σοι θεούς τε ἁγίους καὶ θεοὺς οὐρανίους μηδενὶ μεταδοῦναι τὴν Σολομῶνος πραγματείαν <b class="b3">te conjuro, por los dioses sagrados y los dioses celestiales, a que no compartas con nadie la práctica mágica de Salomón</b> P IV 851  
|esmgtx=1 [[jurar]] c. ac. int. ὁρκίζω ὑμᾶς, ἅτινα ὠμόσατε ἐπὶ Σολομῶνος <b class="b3">os conjuro por cuanto jurasteis por Salomón</b> C 10 30 2 [[conjurar]], [[obligar mediante juramento]] c. dat. e inf. ὄμνυμί σοι θεούς τε ἁγίους καὶ θεοὺς οὐρανίους μηδενὶ μεταδοῦναι τὴν Σολομῶνος πραγματείαν <b class="b3">te conjuro, por los dioses sagrados y los dioses celestiales, a que no compartas con nadie la práctica mágica de Salomón</b> P IV 851  
}}
}}