Anonymous

ὀδούς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 56: Line 56:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=-ὀδόντος (=δόντι). Πιθανόν ἀπό ρίζα εδ- τοῦ [[ἐσθίω]] (=[[τρώω]]) μέ ἑτεροίωση τοῦ ε σέ ο, δηλ. αἰολ. ἔδοντες → ὀδόντες. Ἐκτός [[ἄν]] τό ο εἶναι, προθεμ. + ρίζα δα τοῦ δαίνυμαι (=[[μοιράζω]]) (Λατ. [[dens]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὀδοντικός]], ὀδοντοφυῶ (=βγάζω δόντια), [[ὀδοντοφυής]], [[ὀδοντοφυΐα]], [[ὀδοντοφύησις]], [[νωδός]] (=[[χωρίς]] δόντια), [[χαυλιόδους]].
|mantxt=-ὀδόντος (=[[δόντι]]). Πιθανόν ἀπό ρίζα εδ- τοῦ [[ἐσθίω]] (=[[τρώω]]) μέ ἑτεροίωση τοῦ ε σέ ο, δηλ. αἰολ. ἔδοντες → ὀδόντες. Ἐκτός [[ἄν]] τό ο εἶναι, προθεμ. + ρίζα δα τοῦ δαίνυμαι (=[[μοιράζω]]) (Λατ. [[dens]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὀδοντικός]], ὀδοντοφυῶ (=βγάζω δόντια), [[ὀδοντοφυής]], [[ὀδοντοφυΐα]], [[ὀδοντοφύησις]], [[νωδός]] (=[[χωρίς]] δόντια), [[χαυλιόδους]].
}}
}}
{{elmes
{{elmes