Anonymous

ὀδούς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀδούς''': ὀδόντος, ὁ˙ παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις ὀδὼν Ἡρόδ. 6. 107 (δίς)˙ - «δόντι», Ὅμ., Ἡσ., κλ.˙ [[ἕρκος]] ὀδόντων, ἴδε ἐν λέξ. [[ἕρκος]]˙ πρίειν ὀδόντας, ἴδε ἐν λέξ. [[πρίω]]˙ - ὁ Ἀριστ. καλεῖ τοὺς προσθίους ὀδόντας ὀξεῖς (τομεῖς), τοὺς δὲ ὀπισθίους πλατεῖς (dentes molares, maxillaries), καὶ τοὺς μεταξὺ κυνόδοντας, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 3, κ. ἀλλ.˙ οἱ ὀδόντες τῶν σαρκοβόρων ἢ ἁρπακτικῶν ζῴων καὶ ἰχθύων λέγονται καρχαρόδοντες, ἴδε ἐν λ. 2) μεταφορ., ὁ τῆς λύπης [[ὀδούς]], ἡ δάκνουσα [[λύπη]], Ἰακωψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 888. ΙΙ. πᾶν ὀξὺ «μυτερὸν» [[πρᾶγμα]], [[ὀβελός]], [[κέντρον]], κτλ., Νικ. Θηρ. 85˙ ὀδόντες, οἱ τοῦ πρίονος, Ἀριστ. Φυσ. 2. 9. 6˙ ὀδοὺς πέτρας, ἐξέχον αὐτῆς [[μέρος]] ἐν εἴδει ὀδόντος, Ἑβδ. (Ψαλμ.. ΟΖ΄, 30). ΙΙΙ. ὁ [[δεύτερος]] σπόνδυλος τοῦ τραχήλου κληθεὶς [[οὕτως]] ἐκ τοῦ σχήματος [[αὐτοῦ]], Ἱππ. παρὰ Πολυδ. Β΄, 131. (Πρὸς τὴν γενικ. ὀδόντος, πρβλ. Σανσκρ. dant-as, Λατ. [[dens]], dentis, Λιθ. dantis, Κελτ. dant· danz· Γοτθ. tunth-us, Ἀρχ. Σκανδ. tönn, Ἀγγλο-Σαξον. tod, Ἀρχ. Γερμαν. zand (zahn)· ― [[καθόλου]] ἀναφέρεται εἰς τὴν √ΕΔ, ἔδω, μνημονεύεται δὲ ὑπὸ τῶν γραμματ. Αἰολικός τις [[τύπος]] ἔδοντες, ἴδε Ahr. D. Aeol. § 12. 5· ― ἀλλ’ ἡ [[παρατήρησις]] ὅτι τὸ ὀ- [[συχνάκις]] ἀπαντᾷ ὡς προθετικὸν [[γράμμα]] ἐν τῇ Ἑλληνικῇ καὶ ὅτι ἐλλείπει ἐκ πασῶν τῶν συγγενῶν γλωσσῶν, παρακινεῖ τὸν M. Müller καὶ ἄλλους νὰ ἀναφέρωσι τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΔΑ, [[δαίω]], δαίνυμαι).
|lstext='''ὀδούς''': ὀδόντος, ὁ˙ παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις ὀδὼν Ἡρόδ. 6. 107 (δίς)˙ - «δόντι», Ὅμ., Ἡσ., κλ.˙ [[ἕρκος]] ὀδόντων, ἴδε ἐν λέξ. [[ἕρκος]]˙ πρίειν ὀδόντας, ἴδε ἐν λέξ. [[πρίω]]˙ - ὁ Ἀριστ. καλεῖ τοὺς προσθίους ὀδόντας ὀξεῖς (τομεῖς), τοὺς δὲ ὀπισθίους πλατεῖς (dentes molares, maxillaries), καὶ τοὺς μεταξὺ κυνόδοντας, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 3, κ. ἀλλ.˙ οἱ ὀδόντες τῶν σαρκοβόρων ἢ ἁρπακτικῶν ζῴων καὶ ἰχθύων λέγονται καρχαρόδοντες, ἴδε ἐν λ. 2) μεταφορ., ὁ τῆς λύπης [[ὀδούς]], ἡ δάκνουσα [[λύπη]], Ἰακωψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 888. ΙΙ. πᾶν ὀξὺ «μυτερὸν» [[πρᾶγμα]], [[ὀβελός]], [[κέντρον]], κτλ., Νικ. Θηρ. 85˙ ὀδόντες, οἱ τοῦ πρίονος, Ἀριστ. Φυσ. 2. 9. 6˙ ὀδοὺς πέτρας, ἐξέχον αὐτῆς [[μέρος]] ἐν εἴδει ὀδόντος, Ἑβδ. (Ψαλμ.. ΟΖ΄, 30). ΙΙΙ. ὁ [[δεύτερος]] σπόνδυλος τοῦ τραχήλου κληθεὶς [[οὕτως]] ἐκ τοῦ σχήματος [[αὐτοῦ]], Ἱππ. παρὰ Πολυδ. Β΄, 131. (Πρὸς τὴν γενικ. ὀδόντος, πρβλ. Σανσκρ. dant-as, Λατ. [[dens]], dentis, Λιθ. dantis, Κελτ. dant· danz· Γοτθ. tunth-us, Ἀρχ. Σκανδ. tönn, Ἀγγλο-Σαξον. tod, Ἀρχ. Γερμαν. zand (zahn)· ― [[καθόλου]] ἀναφέρεται εἰς τὴν √ΕΔ, ἔδω, μνημονεύεται δὲ ὑπὸ τῶν γραμματ. Αἰολικός τις [[τύπος]] ἔδοντες, ἴδε Ahr. D. Aeol. § 12. 5· ― ἀλλ’ ἡ [[παρατήρησις]] ὅτι τὸ ὀ- [[συχνάκις]] ἀπαντᾷ ὡς προθετικὸν [[γράμμα]] ἐν τῇ Ἑλληνικῇ καὶ ὅτι ἐλλείπει ἐκ πασῶν τῶν συγγενῶν γλωσσῶν, παρακινεῖ τὸν M. Müller καὶ ἄλλους νὰ ἀναφέρωσι τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΔΑ, [[δαίω]], [[δαίνυμαι]]).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth