Anonymous

ὀργή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 ;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 53: Line 53:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ὁρμή]], [[θυμός]]). Πιθανόν ἀπό τό [[ὀρέγω]]· ἄλλοι τό συνάπτουν πρός τό λατ. [[urgeo]], τό [[ὀρθός]] ἤ τό [[ὑγρός]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὀργάζω]] (=μαλακώνω), [[ὀργασμός]], [[ὀργάω]] -ῶ, [[ὀργίζω]] (παθ.=θυμώνω), [[ὀργίλος]] (=[[εὐερέθιστος]]), [[ὀργιστέον]], [[ὀργιστικός]], [[ὀργαίνω]] (=[[ἐξοργίζω]] κάποιον), [[εὐόργητος]].
|mantxt=(=[[ὁρμή]], [[θυμός]]). Πιθανόν ἀπό τό [[ὀρέγω]]· ἄλλοι τό συνάπτουν πρός τό λατ. [[urgeo]], τό [[ὀρθός]] ἤ τό [[ὑγρός]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὀργάζω]] (=[[μαλακώνω]]), [[ὀργασμός]], [[ὀργάω]] -ῶ, [[ὀργίζω]] (παθ.=θυμώνω), [[ὀργίλος]] (=[[εὐερέθιστος]]), [[ὀργιστέον]], [[ὀργιστικός]], [[ὀργαίνω]] (=[[ἐξοργίζω]] κάποιον), [[εὐόργητος]].
}}
}}