Anonymous

ὄλβος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);" to "$1 , $3, $4;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[εὐτυχία]], [[πλοῦτος]]). Σκοτεινή ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Πιθανόν ἀπό τό [[ὅλος]] + [[βίος]]. Ἴσως ἀκόμα συγγενεύει μέ τό [[οὔλω]] (=εἶμαι [[ἀκέραιος]]) τοῦ [[οὖλος]] = [[ὅλος]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὀλβίζω]] (=καλοτυχίζω), [[ὄλβιος]], [[ὀλβίως]], [[ὀλβιόδωρος]], [[ὀλβιοδαίμων]] (=[[μακάριος]]), [[ὀλβιόφρων]] (=αὐτός πού προσκολλᾶται στούς πλουσίους), [[ὀλβοδότης]] (=αὐτός πού φέρνει πλοῦτο).
|mantxt=(=[[εὐτυχία]], [[πλοῦτος]]). Σκοτεινή ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Πιθανόν ἀπό τό [[ὅλος]] + [[βίος]]. Ἴσως ἀκόμα συγγενεύει μέ τό [[οὔλω]] (=εἶμαι [[ἀκέραιος]]) τοῦ [[οὖλος]] = [[ὅλος]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὀλβίζω]] (=[[καλοτυχίζω]]), [[ὄλβιος]], [[ὀλβίως]], [[ὀλβιόδωρος]], [[ὀλβιοδαίμων]] (=[[μακάριος]]), [[ὀλβιόφρων]] (=αὐτός πού προσκολλᾶται στούς πλουσίους), [[ὀλβοδότης]] (=αὐτός πού φέρνει πλοῦτο).
}}
}}
{{trml
{{trml