Anonymous

ἰάομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 50: Line 50:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=[[ἰῶμαι]] (=γιατρεύω). Ἀμφίβολη ἡ ρίζα του. Ἴσως ἀπό ρίζα ϝι→ Θέμα ἰά + ομαι-[[ἰῶμαι]]. Ἴσως νά [[ἔχει]] σχέση μέ τό [[ἰός]] (=δηλητήριο).<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἴαμα]] (=γιατρικό), [[ἰαματικός]], [[ἰάσιμος]], [[ἴασις]], Ἰασώοῦς (=θεά τῆς θεραπείας καί τῆς ὑγείας), [[ἰατήρ]], [[ἰάτειρα]], [[ἰατήριον]] (=γιατρειά), [[ἰατής]], [[ἰατικός]], [[ἰατορία]] (=γιατρική), [[ἰατός]], [[εὐίατος]], [[δυσίατος]], [[ἀνίατος]] (=ἀγιάτρευτος), [[ἰατρεία]] (=γιατρειά), [[ἰατρεῖον]], [[ἰάτρευμα]], [[ἰάτρευσις]], [[ἰατρευτέον]], [[ἰατρεύω]], [[ἰατρός]], [[ἰατρικός]], [[ἰατρίσκος]] (ὑποκορ.), [[ἰάτωρ]] (=γιατρός).
|mantxt=[[ἰῶμαι]] (=[[γιατρεύω]]). Ἀμφίβολη ἡ ρίζα του. Ἴσως ἀπό ρίζα ϝι→ Θέμα ἰά + ομαι-[[ἰῶμαι]]. Ἴσως νά [[ἔχει]] σχέση μέ τό [[ἰός]] (=[[δηλητήριο]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἴαμα]] (=[[γιατρικό]]), [[ἰαματικός]], [[ἰάσιμος]], [[ἴασις]], Ἰασώοῦς (=θεά τῆς θεραπείας καί τῆς ὑγείας), [[ἰατήρ]], [[ἰάτειρα]], [[ἰατήριον]] (=[[γιατρειά]]), [[ἰατής]], [[ἰατικός]], [[ἰατορία]] (=[[γιατρική]]), [[ἰατός]], [[εὐίατος]], [[δυσίατος]], [[ἀνίατος]] (=[[ἀγιάτρευτος]]), [[ἰατρεία]] (=[[γιατρειά]]), [[ἰατρεῖον]], [[ἰάτρευμα]], [[ἰάτρευσις]], [[ἰατρευτέον]], [[ἰατρεύω]], [[ἰατρός]], [[ἰατρικός]], [[ἰατρίσκος]] (ὑποκορ.), [[ἰάτωρ]] (=[[γιατρός]]).
}}
}}
{{elmes
{{elmes