Anonymous

ὀτρύνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=παρακινῶ). Ἀπό το προθεματικό ο + ρίζα τρυ- (=[[σπεύδω]]) + ν + jω ὀτρύνjω → ὀτρύννω → [[ὀτρύνω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὀτρηρός]] (=γρήγορος, [[πρόθυμος]]), [[ὀτρυντήρ]], [[ὀτρυντικός]], [[ὀτρυντύς]] (=[[προτροπή]]), [[παρότρυνσις]], [[ὀτραλέος]], [[ὀτραλέως]] (=γρήγορα, [[πρόθυμα]]).
|mantxt=(=[[παρακινῶ]]). Ἀπό το προθεματικό ο + ρίζα τρυ- (=[[σπεύδω]]) + ν + jω ὀτρύνjω → ὀτρύννω → [[ὀτρύνω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὀτρηρός]] (=γρήγορος, [[πρόθυμος]]), [[ὀτρυντήρ]], [[ὀτρυντικός]], [[ὀτρυντύς]] (=[[προτροπή]]), [[παρότρυνσις]], [[ὀτραλέος]], [[ὀτραλέως]] (=γρήγορα, [[πρόθυμα]]).
}}
}}