Anonymous

ὀχλέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1$2, $3$4"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1, $4")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=-ῶ (=ταράζω, [[ἐνοχλῶ]]). Ἀπό τό [[ὄχλος]] (=[[πλῆθος]]), πού [[ἴσως]] παράγεται ἀπό τό [[ἔχω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὄχλημα]], [[ὀχληρός]] (=ἐνοχλητικός, βαρετός), [[ὀχληρία]], [[ὄχλησις]], [[ὀχλητικός]], [[ὀχλικός]], [[ὀχλίζω]] (=[[κινῶ]] μέ μοχλό), [[ὀχλώδης]] καί τά σύνθ. [[ὀχλαγωγία]], [[ὀχλοκρατία]].
|mantxt=-ῶ (=ταράζω, [[ἐνοχλῶ]]). Ἀπό τό [[ὄχλος]] (=[[πλῆθος]]), πού [[ἴσως]] παράγεται ἀπό τό [[ἔχω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὄχλημα]], [[ὀχληρός]] (=[[ἐνοχλητικός]], [[βαρετός]]), [[ὀχληρία]], [[ὄχλησις]], [[ὀχλητικός]], [[ὀχλικός]], [[ὀχλίζω]] (=[[κινῶ]] μέ μοχλό), [[ὀχλώδης]] καί τά σύνθ. [[ὀχλαγωγία]], [[ὀχλοκρατία]].
}}
}}