ὀχλέω

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχλέω Medium diacritics: ὀχλέω Low diacritics: οχλέω Capitals: ΟΧΛΕΩ
Transliteration A: ochléō Transliteration B: ochleō Transliteration C: ochleo Beta Code: o)xle/w

English (LSJ)

(ὄχλος)
A move, disturb, ψηφῖδες ἅπασαι ὀχλεῦνται all the pebbles are rolled or swept away by the water, Il.21.261.
II generally, trouble, importune, c. acc., Hdt.5.41; ὀχλεῖς μάτην με A.Pr.1001; disturb citizens by false alarms, Aen. Tact.6.1: abs., to be troublesome or be irksome, Hp.Epid.2.1.3, S.OT446, OGI262.22 (Baetocaece); ὀχλέω πρὸς αὐγάς = impede the sight, Hp.Prorrh.1.147 = Coac.191 (v.l.): freq. in Pap., POxy.269 ii 4 (i A. D.), etc.:—Pass., to be troubled, ὑπέρ τινος Arist.EN1167a10, cf. 1171b19; ἀσθενείᾳ σώματος Plb.Fr.188; ὑπὸ ὑδέρου Hippiatr.38; τὴν ἀκοήν Phld.Po.2.18; cf. ἐνοχλέω: later c. inf., μὴ ὀχλοῦ δὲ πέμπειν τι ἡμῖν = don't trouble to send me anything, POxy.1481.6 (ii A. D.).
III in Pass., to be crowded, ὁδὸς.. ἥτις οὐ πολὺ ὀχλεῖται Ceb.15 (nisi πολυοχλεῖται leg.).

German (Pape)

[Seite 430] 1) = Vorigem, ψηφῖδες ἅπασαι ὀχλεῦνται, alle Steinchen werden fortgerollt, vom Wasser, Il. 21, 261; VLL. κινοῦνται, κυλινδοῦνται. – 2) (ὄχλος) durch die Menge beunruhigen, übh. belästigen; ὀχλεῖς μάτην με, Aesch. Prom. 1003; ὡς παρὼν σύ γ' ἐμποδὼν ὀχλεῖς, Soph. O. R. 446; ὤχλευν αὐτήν, Her. 5, 41. – Pass. bei Suid. – Gew. im comp. ἐνοχλέω.

French (Bailly abrégé)

ὀχλῶ :
1 remuer, mouvoir, particul. rouler comme d'un mouvement houleux;
2 fig. harceler, tourmenter.
Étymologie: ὄχλος.

Russian (Dvoretsky)

ὀχλέω:
1 ворочать, катить (ψηφῖδες ὀχλεῦνται Hom.);
2 донимать, докучать, надоедать, беспокоить (τινα Her., Aesch., Soph.): ὀλίγα ὀχληθεὶς μεγάλ᾽ ὠφελήσειν τινά Arst. с небольшим для себя беспокойством оказать кому-л. большую услугу; ὀχλούμενος ὑπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων NT одержимый нечистой силой.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχλέω: (ὀχλός) κινῶ, διαταράττω, κυλίω, ψηφῖδες ἅπασαι ὀχλεῦνται, κυλίονται, παρασύρονται ὑπὸ τοῦ ὕδατος. Ἰλ. Φ. 261. ΙΙ. καθόλου, ταράττω, ἐνοχλῶ, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 5. 41· ὀχλεῖς μάτην με Αἰσχύλ. Πρ. 1001· ἀπολ., εἶμαι ἐνοχλητικός, ὀχληρός, Ἱππ. 996Β, Σοφ. Ο. Τ. 446· ὀχλ. πρὸς αὐγάς, ἐνοχλεῖν, ἐμποδίζειν τὴν ὅρασιν, Ἱππ. 80Ε, 149C. - Παθ., ἐνοχλοῦμαι, ταράττομαι, ὑπέρ τινος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 5, 3, πρβλ. 9. 11, 5· ἀσθενείᾳ σώματος Ἄδηλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ὄχλου· πρβλ. ἐνοχλέω. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ., πληροῦμαι ὄχλου, ὁδὸς ὀχλεῖται Κέβητ. Πίνακ. 15.

English (Autenrieth)

(ὀχλός): only pass., ὀχλεῦνται, are swept away, Il. 21.261†.

English (Strong)

from ὄχλος; to mob, i.e. (by implication) to harass: vex.

English (Thayer)

ὄχλῳ: present passive participle ὀχλουμενος; (ὄχλος); properly, to excite a mob against one; (in Homer (Iliad 21,261) to disturb, roll away); universally, to trouble, molest (τινα, Herodotus 5,41; Aeschylus, others); absolutely, to be in confusion, in an uproar (to be vexed, molested, troubled: by demons, R G L (where T Tr WH ἐνοχλούμενοι — the like variation of text in Herodian, 6,3, 4); ἐνοχλέω, παρενοχλέω.)

Greek Monotonic

ὀχλέω: μέλ. -ήσω·
I. κινώ, διαταράζω, ψηφῖδες ἅπασαι ὀχλεῦνται (Ιων. αντί -οῦνται), όλα τα χαλίκια κύλισαν προς τα μπρος ή παρασύρθηκαν από το νερό, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ενοχλώ, βαρύνω, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· απόλ., ενοχλώ, στενοχωρώ, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὀχλέω, fut. -ήσω ὄχλος
I. to move, disturb, ψηφῖδες ἅπασαι ὀχλεῦνται (ionic for -οῦνταἰ all the pebbles are rolled or swept away by the water, Il.
II. to trouble, importune, Hdt., Aesch.:—absol. to be troublesome or irksome, Soph.

Chinese

原文音譯:Ñclšw 哦赫累哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:擠滿
字義溯源:侵擾,移動,困擾,騷擾,纏磨;源自(ὄχλος)=擠滿);而 (ὄχλος)出自(ἔχω)*=持)
出現次數:總共(2);路(1);徒(1)
譯字彙編
1) 纏磨的(2) 路6:18; 徒5:16

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=ταράζω, ἐνοχλῶ). Ἀπό τό ὄχλος (=πλῆθος), πού ἴσως παράγεται ἀπό τό ἔχω.
Παράγωγα: ὄχλημα, ὀχληρός (=ἐνοχλητικός, βαρετός), ὀχληρία, ὄχλησις, ὀχλητικός, ὀχλικός, ὀχλίζω (=κινῶ μέ μοχλό), ὀχλώδης καί τά σύνθ. ὀχλαγωγία, ὀχλοκρατία.