3,273,735
edits
Line 47: | Line 47: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=ροκανίζω, μασῶ). Σχετίζεται μέ τό [[τείρω]]. Εἶναι ἠχομιμητική λέξη. Θέμα τρώγ+ω = [[τρώγω]] καί μέ μετάπτωση τραγ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρί [[ζα]]: τρ άγ ημα, τρ αγ ήματα (=ξερ οί καρποί), [[τραγηματίζω]], [[τραγημάτιον]], [[τράγος]], [[τραγικός]], [[τραγέλαφος]], [[τραγῳδός]], τραγῳδῶ, τρ αγ ῳ δ ί α , τρ ωγ ά λι α ( = ξ ερ ο ί κ αρ π ο ί) , [[τρώγλη]], [[τρωγλοδύτης]], [[τρώκτης]] (=[[φαγάς]]), [[τρωκτικός]] (=[[ἀχόρταγος]]), [[τρωκτός]], [[τρωκτά]], τά (=[[καρποί]]), [[τρώξ]] -τρωγός (=σκουλήκι τῶν ὀσπρίων), [[τρωξαλλίς]] (=ἀκρίδα πού τρώει τά λάχανα), [[τρώξιμος]], [[τρῶξις]], [[σκυτοτρώκτης]] (=πού τρώει τά δέρματα). | |mantxt=(=[[ροκανίζω]], [[μασῶ]]). Σχετίζεται μέ τό [[τείρω]]. Εἶναι ἠχομιμητική λέξη. Θέμα τρώγ+ω = [[τρώγω]] καί μέ μετάπτωση τραγ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρί [[ζα]]: τρ άγ ημα, τρ αγ ήματα (=ξερ οί καρποί), [[τραγηματίζω]], [[τραγημάτιον]], [[τράγος]], [[τραγικός]], [[τραγέλαφος]], [[τραγῳδός]], τραγῳδῶ, τρ αγ ῳ δ ί α , τρ ωγ ά λι α ( = ξ ερ ο ί κ αρ π ο ί) , [[τρώγλη]], [[τρωγλοδύτης]], [[τρώκτης]] (=[[φαγάς]]), [[τρωκτικός]] (=[[ἀχόρταγος]]), [[τρωκτός]], [[τρωκτά]], τά (=[[καρποί]]), [[τρώξ]] -τρωγός (=σκουλήκι τῶν ὀσπρίων), [[τρωξαλλίς]] (=ἀκρίδα πού τρώει τά λάχανα), [[τρώξιμος]], [[τρῶξις]], [[σκυτοτρώκτης]] (=πού τρώει τά δέρματα). | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml |