Anonymous

τρώγω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1$2, $3$4"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1, $4")
Line 47: Line 47:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ροκανίζω, μασῶ). Σχετίζεται μέ τό [[τείρω]]. Εἶναι ἠχομιμητική λέξη. Θέμα τρώγ+ω = [[τρώγω]] καί μέ μετάπτωση τραγ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρί [[ζα]]: τρ άγ ημα, τρ αγ ήματα (=ξερ οί καρποί), [[τραγηματίζω]], [[τραγημάτιον]], [[τράγος]], [[τραγικός]], [[τραγέλαφος]], [[τραγῳδός]], τραγῳδῶ, τρ αγ ῳ δ ί α , τρ ωγ ά λι α ( = ξ ερ ο ί κ αρ π ο ί) , [[τρώγλη]], [[τρωγλοδύτης]], [[τρώκτης]] (=[[φαγάς]]), [[τρωκτικός]] (=[[ἀχόρταγος]]), [[τρωκτός]], [[τρωκτά]], τά (=[[καρποί]]), [[τρώξ]] -τρωγός (=σκουλήκι τῶν ὀσπρίων), [[τρωξαλλίς]] (=ἀκρίδα πού τρώει τά λάχανα), [[τρώξιμος]], [[τρῶξις]], [[σκυτοτρώκτης]] (=πού τρώει τά δέρματα).
|mantxt=(=[[ροκανίζω]], [[μασῶ]]). Σχετίζεται μέ τό [[τείρω]]. Εἶναι ἠχομιμητική λέξη. Θέμα τρώγ+ω = [[τρώγω]] καί μέ μετάπτωση τραγ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρί [[ζα]]: τρ άγ ημα, τρ αγ ήματα (=ξερ οί καρποί), [[τραγηματίζω]], [[τραγημάτιον]], [[τράγος]], [[τραγικός]], [[τραγέλαφος]], [[τραγῳδός]], τραγῳδῶ, τρ αγ ῳ δ ί α , τρ ωγ ά λι α ( = ξ ερ ο ί κ αρ π ο ί) , [[τρώγλη]], [[τρωγλοδύτης]], [[τρώκτης]] (=[[φαγάς]]), [[τρωκτικός]] (=[[ἀχόρταγος]]), [[τρωκτός]], [[τρωκτά]], τά (=[[καρποί]]), [[τρώξ]] -τρωγός (=σκουλήκι τῶν ὀσπρίων), [[τρωξαλλίς]] (=ἀκρίδα πού τρώει τά λάχανα), [[τρώξιμος]], [[τρῶξις]], [[σκυτοτρώκτης]] (=πού τρώει τά δέρματα).
}}
}}
{{trml
{{trml