3,274,504
edits
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 47: | Line 47: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=καί ἀττ. [[φρίττω]] (=ἀναταράζομαι, ἀνατριχιάζω). Ἀπό ρίζα φρικ-. Ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τή ρίζα ϝριγ τοῦ ριγῶ. Θέμα φρικ+j+ω → φρίττ(σσ)ω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[φρίξ]] -φρικός, [[φρίκη]], [[φρικαλέος]], [[φρικιάω]], [[φρικίασις]], [[φρικτός]], [[φρικώδης]], [[φρικωδία]], [[φριξός]], Φρῖξος (=[[θεός]] ἤ δαίμονας τοῦ τρόμου), [[φρῖκος]], τό (=[[φρίκη]]), [[φρικτοβόας]] (=αὐτός πού φωνάζει φρικτά). | |mantxt=καί ἀττ. [[φρίττω]] (=[[ἀναταράζομαι]], [[ἀνατριχιάζω]]). Ἀπό ρίζα φρικ-. Ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τή ρίζα ϝριγ τοῦ ριγῶ. Θέμα φρικ+j+ω → φρίττ(σσ)ω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[φρίξ]] -φρικός, [[φρίκη]], [[φρικαλέος]], [[φρικιάω]], [[φρικίασις]], [[φρικτός]], [[φρικώδης]], [[φρικωδία]], [[φριξός]], Φρῖξος (=[[θεός]] ἤ δαίμονας τοῦ τρόμου), [[φρῖκος]], τό (=[[φρίκη]]), [[φρικτοβόας]] (=αὐτός πού φωνάζει φρικτά). | ||
}} | }} |