Anonymous

φρίσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1$2, $3$4"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1, $4")
Line 47: Line 47:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=καί ἀττ. [[φρίττω]] (=ἀναταράζομαι, ἀνατριχιάζω). Ἀπό ρίζα φρικ-. Ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τή ρίζα ϝριγ τοῦ ριγῶ. Θέμα φρικ+j+ω → φρίττ(σσ)ω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[φρίξ]] -φρικός, [[φρίκη]], [[φρικαλέος]], [[φρικιάω]], [[φρικίασις]], [[φρικτός]], [[φρικώδης]], [[φρικωδία]], [[φριξός]], Φρῖξος (=[[θεός]] ἤ δαίμονας τοῦ τρόμου), [[φρῖκος]], τό (=[[φρίκη]]), [[φρικτοβόας]] (=αὐτός πού φωνάζει φρικτά).
|mantxt=καί ἀττ. [[φρίττω]] (=[[ἀναταράζομαι]], [[ἀνατριχιάζω]]). Ἀπό ρίζα φρικ-. Ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τή ρίζα ϝριγ τοῦ ριγῶ. Θέμα φρικ+j+ω → φρίττ(σσ)ω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[φρίξ]] -φρικός, [[φρίκη]], [[φρικαλέος]], [[φρικιάω]], [[φρικίασις]], [[φρικτός]], [[φρικώδης]], [[φρικωδία]], [[φριξός]], Φρῖξος (=[[θεός]] ἤ δαίμονας τοῦ τρόμου), [[φρῖκος]], τό (=[[φρίκη]]), [[φρικτοβόας]] (=αὐτός πού φωνάζει φρικτά).
}}
}}