Anonymous

ἀπεχθάνομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, "
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1, ")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=μισοῦμαι, εἶμαι [[μισητός]]). Ἀπό τήν πρόθ. ἀπό + ρίζα εχθ- ([[ἐχθρός]]) καί τό [[πρόσφυμα]] αν → ἀπό+εχθ+αν+ομαι → [[ἀπεχθάνομαι]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀπέχθεια]] (=[[μίσος]]), [[ἀπεχθής]] (=[[μισητός]]), [[ἀπεχθήεις]] (=[[βλαβερός]]), [[ἀπέχθημα]], [[ἀπεχθημοσύνη]], [[ἀπεχθήμων]], [[ἀπεχθητικός]], [[φιλαπεχθήμων]] (=αὐτός πού ἀγαπᾶ νά κάνει ἐχθρούς).
|mantxt=(=[[μισοῦμαι]], εἶμαι [[μισητός]]). Ἀπό τήν πρόθ. ἀπό + ρίζα εχθ- ([[ἐχθρός]]) καί τό [[πρόσφυμα]] αν → ἀπό+εχθ+αν+ομαι → [[ἀπεχθάνομαι]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀπέχθεια]] (=[[μίσος]]), [[ἀπεχθής]] (=[[μισητός]]), [[ἀπεχθήεις]] (=[[βλαβερός]]), [[ἀπέχθημα]], [[ἀπεχθημοσύνη]], [[ἀπεχθήμων]], [[ἀπεχθητικός]], [[φιλαπεχθήμων]] (=αὐτός πού ἀγαπᾶ νά κάνει ἐχθρούς).
}}
}}