ἀπεχθάνομαι
μέγα βιβλίον ἴσον τῷ μεγάλῳ κακῷ → a big book is the same as a big bad | a big book is the same as a big pain | a big book is a big evil | big book, big bad
English (LSJ)
Od.2.202,Ar.Pl.910, Pl.Ap.24a,etc.: impf.
A ἀπηχθανόμην Cratin.36, X.An.7.7.10: fut. ἀπεχθήσομαι Hdt.1.89, E.Alc.71, Pl.Phlb.28d, etc.; ἀπεχθᾰνοῦμαι Them.Or.26.322c: pf. ἀπήχθημαι Th.1.75, 2.63, X.An.7.6.34, etc.: aor. ἀπηχθόμην Il.24.27, etc.; subj. ἀπέχθωμαι ib.4.53; inf. ἀπεχθέσθαι (not ἀπέχθεσθαι), v. ἀπέχθομαι; part. ἀπεχθόμενος Pl.Min.321a: (ἔχθος):—Pass., to be hated, incur hatred, ἀπεχθάνεαι δ' ἔτι μᾶλλον Od.2.202; elswh. in Hom. always in aor., mostly c. dat. pers., to be hateful or become hateful to one, incur his hate, ἀπήχθετο πᾶσι θεοῖσι Il.6.140; ἶσον γάρ σφιν πᾶσιν ἀπήχθετο κηρὶ μελαίνῃ 3.454; οὔτε τί μοι πᾶς δῆμος ἀπεχθόμενος χαλεπαίνει nor does the people roused to hate against me distress me, Od.16.114; σοὶ ἐμέθεν ἀπήχθετο φροντίσδην Sapph.41, Hdt.1.89, 3.1, Antipho6.11, Th.1.136, etc.; ἀ. πρός τινα to be hateful in his eyes, E.Med. 290; to be irritated against, πρὸς τὴν ἡγεμονίαν Plu.Galb.18, cf. J.AJ13.9.3: c. dat. rei, to be hated for a thing, Pl.Ap.24a, cf. Th.2.63 (but also in act. sense, dislike, τῇ φιλοσοφίᾳ, τῷ οἴνῳ Philostr.VA3.22, Im.2.17): c. part., ἀ. ποιῶν And.4.10; θριάμβους ἀναρύτουσ' ἀπηχθάνου Cratin. 36.
II causal, λόγοι ἀπεχθανόμενοι language that causes hatred, opp. οἳ πρὸς φιλίαν ἄγουσι, X.Smp.4.58.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. ind. ἀπεχθήσομαι Hdt.1.89, E.Alc.71, Pl.Phlb.28d, ἀπεχθανοῦμαι Them.Or.26.322c; aor. ind. ἀπηχθόμην Il.24.27]
I c. dat. de pers. hacerse odioso a, incurrir en la enemistad u odio de πᾶσι θεοῖσιν Il.6.140, σφιν πᾶσιν Il.3.454, σφι Hdt.1.89, Καμβύσῃ Hdt.3.1, οὐδενί Antipho 6.11, Λακεδαιμονίοις καὶ Ἀθηναίοις Th.1.136, πολλοῖς And.4.10, Θήβαις Theoc.16.105, Διονύσῳ Theoc.26.27
•c. prep. πρός σε E.Med.290
•c. part. θριάμβους ἀναρύτουσ' ἀπηχθάνου Cratin.36
•c. instrum. hacerse odioso por αὐτοῖς τούτοις Pl.Ap.24a, ὧν (por atracción) ἐν τῇ ἀρχῇ ἀπήχθεσθε Th.2.63
•abs. ser objeto de odio, hacerse odioso ἀπεχθάνεαι δ' ἔτι μᾶλλον Od.2.202, γῆρας ἀπεχθόμενον la odiosa vejez Pi.N.10.83.
II c. diversas construcciones, muy raramente c. dat. de pers.
1 ser, hacerse enemigo, estar irritado abs. οὔτε τί μοι πᾶς δῆμος ἀπεχθόμενος χαλεπαίνει no me es hostil el pueblo todo irritado contra mí, Od.16.114
•irritarse πρὸς τὴν ἡγεμονίαν Plu.Galb.18, αὐτῷ I.AI 13.135.
2 cobrar odio a, no gustar c. dat. de pers. e inf. σοὶ δ' ἔμεθεν μὲν ἀπήχθετο φροντίσδην has cobrado aborrecimiento a acordarte de mí Sapph.130.3
•c. dat. de cosa τῇ φιλοσοφίᾳ Philostr.VA 3.22, τῷ οἴνῳ Philostr.Im.2.17.
3 producir odio λόγοι ... ἀπεχθανόμενοι X.Smp.4.58.
German (Pape)
[Seite 289] (s. ἐχθάνομαι), bei Theocr. 7, 45 ἀπέχθομαι, wie Lycophr. 116; vom aor. ἀπηχθόμην inf. ἀπέχθεσθαι accent., Il. 21, 83 (vgl. Scholl. Aristonic.); Thuc. 1, 136; Plat. Rep. 343 e; Eur. Med. 285 ἀπεχθέσθαι; ἀπεχθόμενον und die anderen modi gehören zum aor.; fut. ἀπεχθήσομαι Her. 1, 89; Is. 1, 22; Plat. Phil. 28 d; perf. ἀπήχθημαι Alc. II, 149 e; Thuc. 2, 63; sich verhaßtmachen; verhaßt, verfeindet werden, absol., μνηστῆρες ἀπεχθόμενοι Od. 18, 165; γῆρας ἀπεχθόμενον Pind. N. 10, 83; ἀπήχθησθε Thuc. 1, 76; Plat. u. A.; τινί, ἀπήχθετο πᾶσιν Il. 3, 454; oft bei Att., bes. in Prosa; πρός τινα, Eur. Med. 290; Plut.; – λόγοι ἀπεχθανόμενοι verfeindende Reden Xen. Symp. 4, 58, im Gegensatz von οἳ πρὸς φιλίαν ἄγουσι; Od. 2, 202 ἀπεχθάνεαι ἔτι μᾶλλον, du erregst nur noch größere Erbitterung; – Xen. Hier. 8, 8 οἱ ἄνθρωποι ἀπεχθάνονται ἡμᾶς, verfolgen uns mit Haß; Od. 16, 114 οὔτε τί μοι πᾶς δῆμος ἀπεχθόμενος χαλεπαίνει, das Volk ist nicht feindselig gegen mich aufgebracht, Antwort auf V. 96 ἦ σέ γε λαοὶ ἐχθαίρουσ' ανὰ δῆμον.
French (Bailly abrégé)
impf. ἀπηχθανόμην, f. ἀπεχθήσομαι, ao.2 ἀπηχθόμην, pf. ἀπήχθημαι;
I. Pass. devenir odieux ; à l'ao.2 être haï, être odieux;
II. Moy. haïr, poursuivre de sa haine.
Étymologie: ἀπό, ἔχθος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπεχθάνομαι:
1 med. проникаться враждой, страстно ненавидеть (δῆμος ἀπεχθόμενος χαλεπαίνει Hom.);
2 med. возбуждать ненависть (λόγοι ἀπεχθανόμενοι Xen.);
3 pass. становиться или быть ненавистным (τινι Hom., Her., Thuc., Xen., Arst. и πρός τινα Eur.): ἀ. τινι Plat. навлекать на себя ненависть чем-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεχθάνομαι: Ὀδ. ἔνθα κατωτέρ., Ἀριστοφ. Πλ. 910, Πλάτ., κτλ.: παρατ. ἀπηχθανόμην Κρατῖν. ἐν «Διδασκαλίαις» 1, Ξεν.: μέλλ. ἀπεχθήσομαι Ἡρόδ. 1. 89, Εὐρ. Ἄλκ. 72, Πλάτ. κτλ., ἀπεχθᾰνοῦμαι κατὰ πρῶτον παρὰ Θεμιστ.: πρκμ. ἀπήχθημαι Θουκ. 1. 7., 2. 63, Ξεν., κλ.: ἀόρ. ἀπηχθόμην, ἀπήχθετο Ἰλ. Ω 27, Ἀττ.: ὑποτακτ. ἀπέχθωμαι Ἰλ. Δ. 53· ἀπαρέμ. ἀπεχθέσθαι (οὐχὶ ἀπέχθεσθαι· ἴδε ἐν ῥήματι ἀπέχθομαι): μετοχ. ἀπεχθόμενος Πλάτ. Πολ. 321Α: Παθ. Μισοῦμαι, ἐπισύρω μῖσος, ἀπεχθάνεαι δ’ ἔτι μᾶλλον Ὀδ. Β. 202· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν ἀόριστον κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ. προσώπ., εἶμαι ἢ καθίσταμαι μισητὸς εἴς τινα, ἐπισύρω τὸ μῖσος αὐτοῦ, ἀπήχθετο πᾶσι θεοῖσι Ἰλ. Ζ. 140· ἶσον γὰρ σφιν... ἀπήχθετο κηρὶ μελαίνῃ Γ. 454· οὔτε τί μοι πᾶς δῆμος ἀπεχθόμενος χαλεπαίνει, οὔτε πᾶς ὁ λαὸς ὑπ’ ἔχθρας κινούμενος ὀργίζεται κατ’ ἐμοῦ, Ὀδ. Π. 114· οὕτω καὶ παρ’ Ἡροδ. 1. 89., 3. 1, Ἀντιφῶντι 142. 35. Θουκ. 1. 136, κτλ.· ἀπ. πρός τινα, εἶμαι μισητὸς εἰς τὰ ὄμματα αὐτοῦ, Εὐρ. Μήδ. 290, πρβλ. Πλουτ. Γάλβ. 18, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 13. 9, 3: - μετὰ δοτ. πράγματ., μισοῦμαι διά τι πρᾶγμα, Πλάτ. Ἀπολ. 24Α, πρβλ. Θουκ. 2. 63: - μετὰ μετοχ. ἀπ. ποιῶν Ἀνδοκ. 30. 19· θριάμβους ἀναρύτουσ’ ἀπηχθάνου Κρατῖνος ἐν «Διδασκαλίαις» 1. ΙΙ. ὡς ἀποθετ., μετὰ σημασ. μεταβατ., λόγοι ἀπεχθανόμενοι, λόγοι διεγείροντες ἢ προξενοῦντες μῖσος, ἀντιθέτως τῇ φράσει, οἳ πρὸς φιλίαν ἄγουσι, Ξεν. Συμπ. 4. 58.
English (Autenrieth)
aor. 2 ἀπήχθετο, inf. ἀπεχθέσθαι: make oneself, be, or become hated, Od. 2.202, Il. 3.454; ‘mutual’ enmity is implied in Od. 16.114.
English (Slater)
ἀπεχθάνομαι aor. part., hated “θάνατόν τε φυγὼνκαὶ γῆρας ἀπεχθόμενον” (N. 10.83)
Greek Monolingual
(AM ἀπεχθάνομαι, Α κ. ἀπέχθομαι) έχθος
αποστρέφομαι, αντιπαθώ, μισώ
αρχ.
1. παθ. γίνομαι μισητός σε κάποιον, προκαλώ το μίσος του, μισούμαι
2. εξοργίζομαι εναντίον κάποιου
3. προκαλώ το μίσος ή την οργή.
Greek Monotonic
ἀπεχθάνομαι: παρατ. ἀπηχθανόμην, μέλ. ἀπεχθήσομαι, παρακ. ἀπήχθημαι, αόρ. βʹ ἀπηχθόμην, ἀπήχθετο, υποτ. ἀπέχθωμαι, απαρ., ἀπεχθέσθαι· Παθ.·
I. είμαι μισητός, προκαλώ, επισύρω το μίσος, σε Ομήρ. Οδ.· με δοτ. προσ., είμαι ή γίνομαι μισητός σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· ἀπεχθάνομαι πρός τινα, είμαι μισητός στα μάτια του, σε Ευρ.· με δοτ. πράγμ., είμαι μισητός για κάτι, σε Πλάτ.
II. Αποθ., με μτβ. σημασία, λόγοι ἀπεχθανόμενοι, λόγια που προκαλούν μίσος, σε Ξεν.
Middle Liddell
I. to be hated, incur hatred, be roused to hatred, Od.; c. dat. pers. to be or become hateful to one, Il., Hdt.; ἀπ. πρός τινα to be hateful in his eyes, Eur.:—c. dat. rei, to be hated for a thing, Plat.
II. Dep., in causal sense, λόγοι ἀπεχθανόμενοι language that causes hatred, Xen.
Mantoulidis Etymological
(=μισοῦμαι, εἶμαι μισητός). Ἀπό τήν πρόθ. ἀπό + ρίζα εχθ- (ἐχθρός) καί τό πρόσφυμα αν → ἀπό+εχθ+αν+ομαι → ἀπεχθάνομαι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπέχθεια (=μίσος), ἀπεχθής (=μισητός), ἀπεχθήεις (=βλαβερός), ἀπέχθημα, ἀπεχθημοσύνη, ἀπεχθήμων, ἀπεχθητικός, φιλαπεχθήμων (=αὐτός πού ἀγαπᾶ νά κάνει ἐχθρούς).