Anonymous

κάρφος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, "
m (Text replacement - "down" to "down")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1, ")
Line 47: Line 47:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=τό (=ἄχυρο καί [[κάθε]] λεπτό ξερό ξυλαράκι). Ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τό [[κάρφω]] (=ξεραίνω, [[μαραίνω]]) ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: [[καρφαλέος]] (=[[ξερός]]), [[καρφηρός]], [[κάρφη]] (=ξερό χορτάρι,), καρφολογῶ (=μαζεύω ξερά κλαδιά). Ἔχει σχέση μέ τή λέξη [[κράμβος]] (=[[ξερός]]).
|mantxt=τό (=ἄχυρο καί [[κάθε]] λεπτό ξερό ξυλαράκι). Ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τό [[κάρφω]] (=[[ξεραίνω]], [[μαραίνω]]) ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: [[καρφαλέος]] (=[[ξερός]]), [[καρφηρός]], [[κάρφη]] (=ξερό χορτάρι,), καρφολογῶ (=μαζεύω ξερά κλαδιά). Ἔχει σχέση μέ τή λέξη [[κράμβος]] (=[[ξερός]]).
}}
}}