3,274,216
edits
Line 56: | Line 56: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=Ἀπό ρίζα πετ- πού ταυτίζεται μέ τήν πετ- τοῦ [[πέτομαι]]. Θέματα: α) πετ-, μέ ἐνεστ. ἀναδιπλασ. καί [[συγκοπή]] τοῦ ε → πιπέτ-ω → [[πίπτω]], (ποιητικό: [[πίτνω]]). (Μέλλ. πετ-έ-σ-ομαι → πετέομαι πεσέο-μαι μέ [[τροπή]] τοῦ τ σέ σ καί μέ συναίρεση → [[πεσοῦμαι]]). β) [[θέμα]] μέ ἑτεροίωση ποτ-, γ) πτε μέ μετάθεση τοῦ ε → μέ ἔκταση πτηκαί μέ ἑτεροίωση πτω-.<br><b>Παράγωγα:</b> [[πτῶμα]] (=πέσιμο, [[ἀτυχία]], νεκρό [[σῶμα]]), [[παράπτωμα]], [[περίπτωμα]] (=[[δυστύχημα]]), [[σύμπτωμα]], [[πτῶσις]] (=[[πέσιμο]]), [[παράπτωσις]], [[περίπτωσις]], [[σύμπτωσις]], [[πτωτικός]] (=[[κλιτός]]), [[πτωτός]], [[ἀμετάπτωτος]] (=[[ἀμετάβλητος]]), [[ἀπτώς]] -ῶτος (=πού δέν πέφτει), [[ἀδιάπτωτος]] (=[[ἀναμάρτητος]], [[συνεχής]]), [[ἄπτωτος]], [[πέσημα]], [[πέσος]] (=[[πέσιμο]]), [[εὐπετής]] (=[[εὔκολος]]), [[εὐπετῶς]], [[γονυπετής]], [[δυσπετής]] (=[[δύσκολος]]), [[δυσπετῶς]], [[περιπετής]], [[περιπέτεια]], [[προπετής]] (=αὐτός πού πέφτει πρός τά μπρός), [[οὐρανοπετής]], [[ὑψιπετής]], [[πότμος]] (=μοίρα, [[τύχη]] κακιά). (Τά παράγωγα σέ -πετης, [[ἄν]] ἔχουν τό β´ συνθετ. ἀπό [[ρῆμα]] [[πίπτω]], εἶναι ὀξύτονα τριτόκλιτα -[[προπετής]] προπετοῦς, ἐνῶ ἀπό [[ρῆμα]] [[πέτομαι]] εἶναι βαρύτονα πρωτόκλιτα [[ὑψιπέτης]] -ου). | |mantxt=Ἀπό ρίζα πετ- πού ταυτίζεται μέ τήν πετ- τοῦ [[πέτομαι]]. Θέματα: α) πετ-, μέ ἐνεστ. ἀναδιπλασ. καί [[συγκοπή]] τοῦ ε → πιπέτ-ω → [[πίπτω]], (ποιητικό: [[πίτνω]]). (Μέλλ. πετ-έ-σ-ομαι → πετέομαι πεσέο-μαι μέ [[τροπή]] τοῦ τ σέ σ καί μέ συναίρεση → [[πεσοῦμαι]]). β) [[θέμα]] μέ ἑτεροίωση ποτ-, γ) πτε μέ μετάθεση τοῦ ε → μέ ἔκταση πτηκαί μέ ἑτεροίωση πτω-.<br><b>Παράγωγα:</b> [[πτῶμα]] (=[[πέσιμο]], [[ἀτυχία]], νεκρό [[σῶμα]]), [[παράπτωμα]], [[περίπτωμα]] (=[[δυστύχημα]]), [[σύμπτωμα]], [[πτῶσις]] (=[[πέσιμο]]), [[παράπτωσις]], [[περίπτωσις]], [[σύμπτωσις]], [[πτωτικός]] (=[[κλιτός]]), [[πτωτός]], [[ἀμετάπτωτος]] (=[[ἀμετάβλητος]]), [[ἀπτώς]] -ῶτος (=πού δέν πέφτει), [[ἀδιάπτωτος]] (=[[ἀναμάρτητος]], [[συνεχής]]), [[ἄπτωτος]], [[πέσημα]], [[πέσος]] (=[[πέσιμο]]), [[εὐπετής]] (=[[εὔκολος]]), [[εὐπετῶς]], [[γονυπετής]], [[δυσπετής]] (=[[δύσκολος]]), [[δυσπετῶς]], [[περιπετής]], [[περιπέτεια]], [[προπετής]] (=αὐτός πού πέφτει πρός τά μπρός), [[οὐρανοπετής]], [[ὑψιπετής]], [[πότμος]] (=[[μοίρα]], [[τύχη]] κακιά). (Τά παράγωγα σέ -πετης, [[ἄν]] ἔχουν τό β´ συνθετ. ἀπό [[ρῆμα]] [[πίπτω]], εἶναι ὀξύτονα τριτόκλιτα -[[προπετής]] προπετοῦς, ἐνῶ ἀπό [[ρῆμα]] [[πέτομαι]] εἶναι βαρύτονα πρωτόκλιτα [[ὑψιπέτης]] -ου). | ||
}} | }} |