Anonymous

νύσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, "
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1, ")
Line 50: Line 50:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=κεντῶ, [[τρυπῶ]]). Ἀπό ρίζα νυγ- ἤ νυχ-, νυγ-j-ω=[[νύσσω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[νύσσα]] (=[[στήλη]] σταδίου, ὅπου ἔστρεφαν οἱ ἁρματοδρόμοι), [[νύγμα]] (=[[κέντημα]]), [[νυγμή]], [[νυγμός]] (=[[κέντημα]]), [[νυγματώδης]], [[νύγδην]] (=μέ [[κέντημα]]), [[νύξις]] (=[[κέντημα]]), [[κατάνυξις]] (=βαθιά συγκίνηση), [[ἴσως]] [[ὄνυξ]]. (Νεοελλ.: νυστέρι).
|mantxt=(=[[κεντῶ]], [[τρυπῶ]]). Ἀπό ρίζα νυγ- ἤ νυχ-, νυγ-j-ω=[[νύσσω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[νύσσα]] (=[[στήλη]] σταδίου, ὅπου ἔστρεφαν οἱ ἁρματοδρόμοι), [[νύγμα]] (=[[κέντημα]]), [[νυγμή]], [[νυγμός]] (=[[κέντημα]]), [[νυγματώδης]], [[νύγδην]] (=μέ [[κέντημα]]), [[νύξις]] (=[[κέντημα]]), [[κατάνυξις]] (=βαθιά συγκίνηση), [[ἴσως]] [[ὄνυξ]]. (Νεοελλ.: νυστέρι).
}}
}}
{{ntsuppl
{{ntsuppl
|ntstxt=percer, transpercer
|ntstxt=percer, transpercer
}}
}}