Anonymous

θάρρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[θάρσος]], Α νεώτ. αττ. τ. [[θάρρος]], αιολ. τ. [[θέρσος]], Μ και [[θάρρος]] και θάρρο, το, και [[θάρρος]], ό)<br /><b>1.</b> [[τόλμη]], [[αφοβία]], [[ψυχικό]] [[σθένος]] (α. «επέδειξε μεγάλο [[θάρρος]] [[κατά]] την κρίσιμη [[εκείνη]] [[στιγμή]]» β. «προβέβηκας ἁπάντων σῷ θάρσει», Νικ.Χων.)<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που προσδίδει [[τόλμη]] και [[αφοβία]], η [[ελπίδα]], η [[πεποίθηση]], το [[στήριγμα]]<br /><b>3.</b> [[θράσος]], [[απρεπής]] [[τόλμη]], [[αυθάδεια]], [[αναίδεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[οικειότητα]] λόγω στενής σχέσης («έχει το [[θάρρος]] με τον υπουργό»)<br /><b>2.</b> [[ελπίδα]]<br /><b>3.</b> [[εμπιστοσύνη]]<br /><b>4.</b> καλή [[πίστη]]<br /><b>5.</b> [[αυτοπεποίθηση]]<br /><b>6.</b> [[αλαζονεία]]<br /><b>7.</b> [[ανάπαυλα]], [[άνεση]] χρόνου<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) (τυπική [[δικαιολογία]]) «[[λαμβάνω]] το [[θάρρος]]» — [[τολμώ]]<br />β) «[[παίρνω]] [[θάρρος]]» — ενθαρρύνομαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «της καρδιάς τα θάρρη» — [[γενναιότητα]]<br />β) «έχω το [[θάρρος]] μου εις κάποιον»<br />i) [[εμπιστεύομαι]] κάποιον<br />ii) [[ελπίζω]] σε κάποιον, έχω [[εμπιστοσύνη]] σε κάποιον<br />γ) «είς το [[θάρρος]] κάποιου» — υπό την [[προστασία]] κάποιου<br />δ) «εἰς [[θάρρος]]» — το πιο πολύ<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τόλμη]] για κάποια [[πράξη]] («[[θάρσος]] τῶνδε», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θάρρος]] [[εναντίον]] κάποιου («[[θάρσος]] πολεμίων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>τά θάρση</i><br />αίτια θάρρους («θάρση βροτοῖς θεσφάτων ἀοιδαῖς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «μυίης [[θάρσος]]» — η απερίσκεπτη [[τόλμη]] του Έκτορος (<b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αττ. τ. του [[θάρσος]]].
|mltxt=το (AM [[θάρσος]], Α νεώτ. αττ. τ. [[θάρρος]], αιολ. τ. [[θέρσος]], Μ και [[θάρρος]] και θάρρο, το, και [[θάρρος]], [[ό]])<br /><b>1.</b> [[τόλμη]], [[αφοβία]], [[ψυχικό]] [[σθένος]] (α. «επέδειξε μεγάλο [[θάρρος]] [[κατά]] την κρίσιμη [[εκείνη]] [[στιγμή]]» β. «προβέβηκας ἁπάντων σῷ θάρσει», Νικ.Χων.)<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που προσδίδει [[τόλμη]] και [[αφοβία]], η [[ελπίδα]], η [[πεποίθηση]], το [[στήριγμα]]<br /><b>3.</b> [[θράσος]], [[απρεπής]] [[τόλμη]], [[αυθάδεια]], [[αναίδεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[οικειότητα]] λόγω στενής σχέσης («έχει το [[θάρρος]] με τον υπουργό»)<br /><b>2.</b> [[ελπίδα]]<br /><b>3.</b> [[εμπιστοσύνη]]<br /><b>4.</b> καλή [[πίστη]]<br /><b>5.</b> [[αυτοπεποίθηση]]<br /><b>6.</b> [[αλαζονεία]]<br /><b>7.</b> [[ανάπαυλα]], [[άνεση]] χρόνου<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) (τυπική [[δικαιολογία]]) «[[λαμβάνω]] το [[θάρρος]]» — [[τολμώ]]<br />β) «[[παίρνω]] [[θάρρος]]» — ενθαρρύνομαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «της καρδιάς τα θάρρη» — [[γενναιότητα]]<br />β) «έχω το [[θάρρος]] μου εις κάποιον»<br />i) [[εμπιστεύομαι]] κάποιον<br />ii) [[ελπίζω]] σε κάποιον, έχω [[εμπιστοσύνη]] σε κάποιον<br />γ) «είς το [[θάρρος]] κάποιου» — υπό την [[προστασία]] κάποιου<br />δ) «εἰς [[θάρρος]]» — το πιο πολύ<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τόλμη]] για κάποια [[πράξη]] («[[θάρσος]] τῶνδε», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θάρρος]] [[εναντίον]] κάποιου («[[θάρσος]] πολεμίων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>τά θάρση</i><br />αίτια θάρρους («θάρση βροτοῖς θεσφάτων ἀοιδαῖς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «μυίης [[θάρσος]]» — η απερίσκεπτη [[τόλμη]] του Έκτορος (<b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αττ. τ. του [[θάρσος]]].
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis