Anonymous

θόρυβος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θόρῠβος''': ὁ, ([[θρόος]], θρέομαι) [[ταραχή]], ἰδίως ἡ συγκεχυμένη βοὴ πολυπληθοῦς συνελεύσεως. [[κραυγή]]. Πίνδ. Ο. 10 (11). 88, εὐρ. Ὀρ. 905, Θουκ. 8. 92, κτλ· [[θόρυβος]] βοῆς, συγκεχυμένη [[κραυγή]], Σοφ. Φ. 1263· θ. στρατιωτῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 546· Λιναΐτης ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 547. 2) ἰδίως εἰς ἔνδειξιν ἐπιδοκιμασίας ἢ τἀνάπαλιν (Πλάτ. Πολ. 492Β, C): α) [[ἐπικρότησις]], ἐπευφημία, Ἀριστοφ. Ἱππ. 547, Πλάτ. Πρωτ. 339D, κ. ἀλλ.· θόρυβον καὶ κρότον ἐποιήσατε Δημ. 519. 10. β) παράπονα, γογγυσμοί, Ἀνδοκ. 21. 30· οὕτω, μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ’ ἡμᾶς, μεγάλοι γογγυσμοὶ γίνονται καθ’ ἡμῶν, Σοφ. Αἴ. 142. ΙΙ. [[ταραχή]], [[σύγχυσις]], θ. παρέχειν τινὶ Ἡρόδ. 7. 181· ἐς θ. ἀπικέσθαι ὁ αὐτ. 8. 56, 87, πρβλ. 4. 134, Θουκ. 4. 104· ἐγένετο ὁ θ. [[μέγας]], ἐν μάχῃ, [[αὐτόθι]] 14· ἐν τῷ πληθυντ., ταραχαί, Μένανδ. ἐν Μονοστ. 239. ΙΙΙ. μετ’ ἀπαρ., ἐς θόρυβον ἦλθον... λευσθῆναι. ἐκινδύνευσα ἐκ τοῦ θορύβου νὰ λιθοβοληθῶ, Εὐρ. Ι Α. 1350.
|lstext='''θόρῠβος''': ὁ, ([[θρόος]], [[θρέομαι]]) [[ταραχή]], ἰδίως ἡ συγκεχυμένη βοὴ πολυπληθοῦς συνελεύσεως. [[κραυγή]]. Πίνδ. Ο. 10 (11). 88, εὐρ. Ὀρ. 905, Θουκ. 8. 92, κτλ· [[θόρυβος]] βοῆς, συγκεχυμένη [[κραυγή]], Σοφ. Φ. 1263· θ. στρατιωτῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 546· Λιναΐτης ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 547. 2) ἰδίως εἰς ἔνδειξιν ἐπιδοκιμασίας ἢ τἀνάπαλιν (Πλάτ. Πολ. 492Β, C): α) [[ἐπικρότησις]], ἐπευφημία, Ἀριστοφ. Ἱππ. 547, Πλάτ. Πρωτ. 339D, κ. ἀλλ.· θόρυβον καὶ κρότον ἐποιήσατε Δημ. 519. 10. β) παράπονα, γογγυσμοί, Ἀνδοκ. 21. 30· οὕτω, μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ’ ἡμᾶς, μεγάλοι γογγυσμοὶ γίνονται καθ’ ἡμῶν, Σοφ. Αἴ. 142. ΙΙ. [[ταραχή]], [[σύγχυσις]], θ. παρέχειν τινὶ Ἡρόδ. 7. 181· ἐς θ. ἀπικέσθαι ὁ αὐτ. 8. 56, 87, πρβλ. 4. 134, Θουκ. 4. 104· ἐγένετο ὁ θ. [[μέγας]], ἐν μάχῃ, [[αὐτόθι]] 14· ἐν τῷ πληθυντ., ταραχαί, Μένανδ. ἐν Μονοστ. 239. ΙΙΙ. μετ’ ἀπαρ., ἐς θόρυβον ἦλθον... λευσθῆναι. ἐκινδύνευσα ἐκ τοῦ θορύβου νὰ λιθοβοληθῶ, Εὐρ. Ι Α. 1350.
}}
}}
{{Slater
{{Slater