Anonymous

ἀνύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1, $3$4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνύω]] κ. [[ἀνύτω]] ή ἁνύτω κ. [[ἄνυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εκτελώ]], [[φέρνω]] σ' ένα [[τέλος]], [[επιτελώ]] («ἤνυτο δ' [[ἔργον]]», [[Όμηρος]]<br />«οὐδὲν ἤνυε», Ηρόδοτος)<br /><b>2.</b> [[κατορθώνω]] [[κάτι]], [[πετυχαίνω]] [[κάτι]] που με συμφέρει<br /><b>3.</b> [[τελειώνω]], [[καταναλίσκω]], [[εξαφανίζω]] («[[ἐπεὶ]] δή σε φλὸξ ἤνυσεν» — [[αφού]] σ' εξαφάνισε η [[φωτιά]], [[Όμηρος]])<br /><b>4.</b> [[διανύω]], [[διατρέχω]] («πολλὴν κέλευθον ἤνυσεν» — έκανε πολύ δρόμο, διέτρεξε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], Αισχύλος)<br /><b>5.</b> [[προμηθεύομαι]]<br />(«[[ἀνύω]] γαστρὶ φορβάν» — [[προμηθεύομαι]] τρόφιμα, [[εξασφαλίζω]] την [[τροφή]] μου, Σοφοκλής)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> [[φθάνω]] στο [[τέλος]], [[τελειώνω]]<br />(«[[χρόνος]] ἄνυτο», Θεόκριτος)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> [[μεγαλώνω]], αυξάνομαι<br /><b>8.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] [[γρήγορα]], [[χωρίς]] [[αργοπορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>sn</i>-<i>nu</i>, ΙΕ. [[ρίζα]] <i>sen</i> -. Ο [[αθέματος]] [[ενεστώς]] <i>άνυμι</i>, του οποίου οι τύποι [[είναι]] σπάνιοι, συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>sanoti</i> «[[κατορθώνω]], [[επιτυγχάνω]]» και με το χεττ. <i>šah</i>-<i>zi</i> «ψάχνει, επιδιώκει». Ο αττ. ενεστ. [[ἀνύτω]] ή <i>ἁνύτω</i> προήλθε από οδοντική [[παρέκταση]]. Με το ρ. [[ανύω]] σχετίζεται και το β' συνθετικό <i>έντης</i> «αυτός που αποτελειώνει, που πραγματοποιεί [[κάτι]]» της λ. [[αυθέντης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[άνυσμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άνυσις]], [[ανυστός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθ.) <b>αρχ.</b> <i>ανυσίεργος</i><br />(β' συνθ.) [[διανύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απανύω]], [[διεξανύω]], [[εξανύω]], [[επανύω]], [[καθανύω]], [[προδιανύω]], [[συνανύω]], [[συνεξανύω]].
|mltxt=[[ἀνύω]] κ. [[ἀνύτω]] ή ἁνύτω κ. [[ἄνυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εκτελώ]], [[φέρνω]] σ' ένα [[τέλος]], [[επιτελώ]] («ἤνυτο δ' [[ἔργον]]», [[Όμηρος]]<br />«οὐδὲν ἤνυε», Ηρόδοτος)<br /><b>2.</b> [[κατορθώνω]] [[κάτι]], [[πετυχαίνω]] [[κάτι]] που με συμφέρει<br /><b>3.</b> [[τελειώνω]], [[καταναλίσκω]], [[εξαφανίζω]] («[[ἐπεὶ]] δή σε φλὸξ ἤνυσεν» — [[αφού]] σ' εξαφάνισε η [[φωτιά]], [[Όμηρος]])<br /><b>4.</b> [[διανύω]], [[διατρέχω]] («πολλὴν κέλευθον ἤνυσεν» — έκανε πολύ δρόμο, διέτρεξε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], [[Αισχύλος]])<br /><b>5.</b> [[προμηθεύομαι]]<br />(«[[ἀνύω]] γαστρὶ φορβάν» — [[προμηθεύομαι]] τρόφιμα, [[εξασφαλίζω]] την [[τροφή]] μου, Σοφοκλής)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> [[φθάνω]] στο [[τέλος]], [[τελειώνω]]<br />(«[[χρόνος]] ἄνυτο», Θεόκριτος)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> [[μεγαλώνω]], αυξάνομαι<br /><b>8.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] [[γρήγορα]], [[χωρίς]] [[αργοπορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>sn</i>-<i>nu</i>, ΙΕ. [[ρίζα]] <i>sen</i> -. Ο [[αθέματος]] [[ενεστώς]] <i>άνυμι</i>, του οποίου οι τύποι [[είναι]] σπάνιοι, συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>sanoti</i> «[[κατορθώνω]], [[επιτυγχάνω]]» και με το χεττ. <i>šah</i>-<i>zi</i> «ψάχνει, επιδιώκει». Ο αττ. ενεστ. [[ἀνύτω]] ή <i>ἁνύτω</i> προήλθε από οδοντική [[παρέκταση]]. Με το ρ. [[ανύω]] σχετίζεται και το β' συνθετικό <i>έντης</i> «αυτός που αποτελειώνει, που πραγματοποιεί [[κάτι]]» της λ. [[αυθέντης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[άνυσμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άνυσις]], [[ανυστός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθ.) <b>αρχ.</b> <i>ανυσίεργος</i><br />(β' συνθ.) [[διανύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απανύω]], [[διεξανύω]], [[εξανύω]], [[επανύω]], [[καθανύω]], [[προδιανύω]], [[συνανύω]], [[συνεξανύω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm