Anonymous

σῶμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σῶμα''': τό, τὸ [[σῶμα]] τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ παρ’ Ὁμήρ., ὡς παρατηρεῖ ὁ Ἀρίσταρχος (ἴδε Ἀπολλ. Λεξ.), ἀείποτε τὸ νεκρὸν [[σῶμα]], τὸ [[πτῶμα]] τοῦ ἀνθρώπου ἐν ᾧ τὸ ζῶν [[σῶμα]] καλεῖται [[δέμας]] ― (οῦ ο ἀντίκειται πρὸς τὴν ἐτυμολογίαν τῆς λέξεως ἐκ τοῦ [[σάος]], σῶς), [[ὥστε]] [[λέων]] ἐχάρη μεγάλῳ ἐπὶ σώματι κύρσας Ἰλ. Γ. 23 ([[ἔνθα]] ἴδε Heyn.), πρβλ. Σ. 161· [[σῶμα]] δὲ [[οἴκαδε]] ἐμὸν [[δόμεναι]] [[πάλιν]] Ζ. 79, Χ. 342· σὲ κατελείπομεν ἄθαπτον Ὀδ. Λ. 53· ὧν σώματ’ ἀκηδέα κεῖται Ω 187· οὕτω καὶ παρ’ Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 426, Σιμωνίδ. 120, Ἡροδ. 7 167, Πινδ. καὶ Ἀττ.· μέγιστον σ. σποδοῦ = σ. μέγιστον ὃ νῦν [[σποδός]] ἐστι, Σοφ. Ἠλ. 758. 2) τὸ ζῶν [[σῶμα]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 538, Βατραχομυομ. 44, Θεογν. 650, Πίνδ., Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· δόμοι καὶ σώματα Αἰσχύλ. Θήβ. 890 [[γενναῖος]] τῷ σ. Σοφ. Φιλ. 51· [[εὔρωστος]] τὸ σ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 6· τὸ σ. σώζειν ἢ -εσθαι τὴν ζωήν, Δημ. 610 6, Θουκ. 1. 136· διασώζειν ἢ -εσθαι Ἰσοκρ. 125, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 5. 13 περὶ πολλῶν σ. καὶ χρημάτων βουλεύειν Θουκ. 1 85· περὶ τοῦ σ. ἀγωνίζεσθαι, περὶ τῆς ζωῆς, Λυσί. 102 35 (ἀλλὰ καὶ περὶ τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας, ὁ αὐτ. 167. 16, τοῦ σ. στερεῖσθαι Ἀντιφῶν 117. 19· τὸ [[σῶμα]] κακῶς ἔχοντα, πάσχοντα κατὰ τὸ [[σῶμα]], Ξεν. Ἀπομν. 3 12, 1 ὡς βέλτιστα τὸ [[σῶμα]] ἔχειν, ἐν ἀρίστῃ καταστάσει, [[αὐτόθι]] 5. 3) [[σῶμα]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πνεῦμα]] ([[εἴδωλον]]) Πινδ. Ἀποσπ. 96 ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ψυχήν, Πλάτ. Γοργ. 493Α, Φαίδων 91C· τὰ τοῦ σ. ἔργα, τὰ σωματικὰ ἔργα, οἱ μόχθοι, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 2· αἱ τοῦ σ. ἡδοναί, αἱ κατὰ τὸ σ. ἡδ. (πρβλ. σωματικὸς) ὁ αὐτ. 1. 5, 6. Πλάτ. Πολ. 328D· τὰ εἰς τὸ σ. τιμήματα, αἱ σωματικαὶ ποιναί, Αἰσχίν. 46 31. 4) ζωϊκὸν [[σῶμα]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τῶν φυτῶν, Πλάτ. Πολ. 564Α. ΙΙ. περιφρ., ἀνθρώπου σ. ἓν οὐδὲν [[ἄνθρωπος]] οὐδὲ εἷς, Ἡρόδ. 1. 32· [[μάλιστα]] παρὰ τοῖς Τραγ., [[σῶμα]] θηρὸς = ὁ θήρ, Σοφ. Ο. Κ. 1568· τεκέων σώματα = τέκνα, Εὐρ. Τρῳ. 202· τὸ σὸν σ. = σὺ ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 301· σπανίως ἐν τῷ ἑνικῶ ἐπὶ πολλῶν προσώπων, [[σῶμα]] τέκνων ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1108, πρβλ. Ἱκέτ. 62· ― ἀκολούθως ἀπολ., [[ἄνθρωπος]], τέτρασι δ’ [[ἔμπετες]] σωμάτεσσι Πινδ. Π. 8. 118 τὰ πολλὰ σ. οἱ πολλοί, Σοφ. Ἀντ. 676 λευκὰ γήρᾳ σ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 909· σ. ἄδικα ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 223, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 908Α, Ξεν., κλπ.· τὰ φίλτατα σ., ἐπὶ τέκνων, Αἰσχίν. 64. 42· ― συχν. ἐπὶ δούλων, σ. αἰχμάλωτα Δημ. 480 10, Πλούτ., κλπ.· σ. οἰκετικά, Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 3. 19· δοῦλα Πολυδ. Γ΄, 78· ἀντίθετον τῷ ἐλεύθερα σ., Ξενοφ. Ἑλλην. 2 1, 19, Πολύβ. κλπ.· καὶ [[ὕστερον]] ἡ λέξ. [[σῶμα]] κεῖται ἀπολ., ἐπὶ δούλων, Πολύβ. 12. 16. 5, Ἁρποκρ.· σ. [[γυναικεῖον]], ᾆ [[ὄνομα]]... Ἐπιγραφ. Δελφ. 2, κλπ.· τὴν χρῆσιν ταύτην δὲν ἐγκρίνει ὁ Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Φρύν. 378. ΙΙΙ. [[καθόλου]], [[σῶμα]], σωματικὴ ἢ ὑλικὴ [[οὐσία]], [[πρᾶγμα]], σ. ἔμψυχον καὶ ἄψυχον Πλάτ. Φαῖδρ. 245Ε, πρβλ. Πολιτικ. 288D, Ἀριστ. Φυσ. 3. 5, 9, κ. ἀλλ.· ὁ [[λίθος]] σ. ἐστιν Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 25 φασὶν οἱ μὲν [[σῶμα]] [[εἶναι]] τὸν χρόνον, οἱ δὲ ἀσώματον Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 215. IV. τὸ ὅλον πράγματός τινος, [[μάλιστα]] ἐπὶ ὁλοκλήρων μερῶν τοῦ σώματος, τὸ σ. τῶν νεφρῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 1. 17, 15 τὰ σ. τῶν αἰσθητηρίων ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 43 σ. παιδοποιὸν Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 42· ― ἀκολούθως [[καθόλου]], τὸ ὅλον [[σῶμα]], τὸ ὅλον πράγματός τινος, ὑπὸ σώματι γᾶς Αἰσχύλ. Θήβ. 950· τὸ [[σῶμα]] τοῦ κόσμου, τοῦ παντὸς Πλάτ. Τίμ. 31Β, 32C [[ὕδωρ]], ποταμοῦ [[σῶμα]] Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 43C, πρβλ. Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 3, σ. 266 ― τὸ σ. τῆς πίστεως, τὸ [[σῶμα]] τῆς ἀποδείξεως, δηλ. ἀποδείξεις, ἐπιχειρήματα, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 1, 3· τῆς λέξεως Ρήτορες (Walz) τ. 9, σ. 560· - ἐπὶ τοῦ συνόλου συγγραμάτων, Κικ. πρ. Ἀττ. 2. 1, 4, πρβλ. Εὐστ. 170. 23, κλπ. 2) παρὰ τοῖς Μαθημ. [[σχῆμα]] τριῶν διαστάσεων, στερεόν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς ἐπιφάνειαν, κλπ., Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 1, 2, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 13, 2, κ. ἀλλ.
|lstext='''σῶμα''': τό, τὸ [[σῶμα]] τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ παρ’ Ὁμήρ., ὡς παρατηρεῖ ὁ Ἀρίσταρχος (ἴδε Ἀπολλ. Λεξ.), ἀείποτε τὸ νεκρὸν [[σῶμα]], τὸ [[πτῶμα]] τοῦ ἀνθρώπου ἐν ᾧ τὸ ζῶν [[σῶμα]] καλεῖται [[δέμας]] ― (οῦ ο ἀντίκειται πρὸς τὴν ἐτυμολογίαν τῆς λέξεως ἐκ τοῦ [[σάος]], [[σῶς]]), [[ὥστε]] [[λέων]] ἐχάρη μεγάλῳ ἐπὶ σώματι κύρσας Ἰλ. Γ. 23 ([[ἔνθα]] ἴδε Heyn.), πρβλ. Σ. 161· [[σῶμα]] δὲ [[οἴκαδε]] ἐμὸν [[δόμεναι]] [[πάλιν]] Ζ. 79, Χ. 342· σὲ κατελείπομεν ἄθαπτον Ὀδ. Λ. 53· ὧν σώματ’ ἀκηδέα κεῖται Ω 187· οὕτω καὶ παρ’ Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 426, Σιμωνίδ. 120, Ἡροδ. 7 167, Πινδ. καὶ Ἀττ.· μέγιστον σ. σποδοῦ = σ. μέγιστον ὃ νῦν [[σποδός]] ἐστι, Σοφ. Ἠλ. 758. 2) τὸ ζῶν [[σῶμα]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 538, Βατραχομυομ. 44, Θεογν. 650, Πίνδ., Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· δόμοι καὶ σώματα Αἰσχύλ. Θήβ. 890 [[γενναῖος]] τῷ σ. Σοφ. Φιλ. 51· [[εὔρωστος]] τὸ σ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 6· τὸ σ. σώζειν ἢ -εσθαι τὴν ζωήν, Δημ. 610 6, Θουκ. 1. 136· διασώζειν ἢ -εσθαι Ἰσοκρ. 125, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 5. 13 περὶ πολλῶν σ. καὶ χρημάτων βουλεύειν Θουκ. 1 85· περὶ τοῦ σ. ἀγωνίζεσθαι, περὶ τῆς ζωῆς, Λυσί. 102 35 (ἀλλὰ καὶ περὶ τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας, ὁ αὐτ. 167. 16, τοῦ σ. στερεῖσθαι Ἀντιφῶν 117. 19· τὸ [[σῶμα]] κακῶς ἔχοντα, πάσχοντα κατὰ τὸ [[σῶμα]], Ξεν. Ἀπομν. 3 12, 1 ὡς βέλτιστα τὸ [[σῶμα]] ἔχειν, ἐν ἀρίστῃ καταστάσει, [[αὐτόθι]] 5. 3) [[σῶμα]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πνεῦμα]] ([[εἴδωλον]]) Πινδ. Ἀποσπ. 96 ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ψυχήν, Πλάτ. Γοργ. 493Α, Φαίδων 91C· τὰ τοῦ σ. ἔργα, τὰ σωματικὰ ἔργα, οἱ μόχθοι, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 2· αἱ τοῦ σ. ἡδοναί, αἱ κατὰ τὸ σ. ἡδ. (πρβλ. σωματικὸς) ὁ αὐτ. 1. 5, 6. Πλάτ. Πολ. 328D· τὰ εἰς τὸ σ. τιμήματα, αἱ σωματικαὶ ποιναί, Αἰσχίν. 46 31. 4) ζωϊκὸν [[σῶμα]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τῶν φυτῶν, Πλάτ. Πολ. 564Α. ΙΙ. περιφρ., ἀνθρώπου σ. ἓν οὐδὲν [[ἄνθρωπος]] οὐδὲ εἷς, Ἡρόδ. 1. 32· [[μάλιστα]] παρὰ τοῖς Τραγ., [[σῶμα]] θηρὸς = ὁ θήρ, Σοφ. Ο. Κ. 1568· τεκέων σώματα = τέκνα, Εὐρ. Τρῳ. 202· τὸ σὸν σ. = σὺ ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 301· σπανίως ἐν τῷ ἑνικῶ ἐπὶ πολλῶν προσώπων, [[σῶμα]] τέκνων ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1108, πρβλ. Ἱκέτ. 62· ― ἀκολούθως ἀπολ., [[ἄνθρωπος]], τέτρασι δ’ [[ἔμπετες]] σωμάτεσσι Πινδ. Π. 8. 118 τὰ πολλὰ σ. οἱ πολλοί, Σοφ. Ἀντ. 676 λευκὰ γήρᾳ σ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 909· σ. ἄδικα ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 223, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 908Α, Ξεν., κλπ.· τὰ φίλτατα σ., ἐπὶ τέκνων, Αἰσχίν. 64. 42· ― συχν. ἐπὶ δούλων, σ. αἰχμάλωτα Δημ. 480 10, Πλούτ., κλπ.· σ. οἰκετικά, Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 3. 19· δοῦλα Πολυδ. Γ΄, 78· ἀντίθετον τῷ ἐλεύθερα σ., Ξενοφ. Ἑλλην. 2 1, 19, Πολύβ. κλπ.· καὶ [[ὕστερον]] ἡ λέξ. [[σῶμα]] κεῖται ἀπολ., ἐπὶ δούλων, Πολύβ. 12. 16. 5, Ἁρποκρ.· σ. [[γυναικεῖον]], ᾆ [[ὄνομα]]... Ἐπιγραφ. Δελφ. 2, κλπ.· τὴν χρῆσιν ταύτην δὲν ἐγκρίνει ὁ Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Φρύν. 378. ΙΙΙ. [[καθόλου]], [[σῶμα]], σωματικὴ ἢ ὑλικὴ [[οὐσία]], [[πρᾶγμα]], σ. ἔμψυχον καὶ ἄψυχον Πλάτ. Φαῖδρ. 245Ε, πρβλ. Πολιτικ. 288D, Ἀριστ. Φυσ. 3. 5, 9, κ. ἀλλ.· ὁ [[λίθος]] σ. ἐστιν Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 25 φασὶν οἱ μὲν [[σῶμα]] [[εἶναι]] τὸν χρόνον, οἱ δὲ ἀσώματον Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 215. IV. τὸ ὅλον πράγματός τινος, [[μάλιστα]] ἐπὶ ὁλοκλήρων μερῶν τοῦ σώματος, τὸ σ. τῶν νεφρῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 1. 17, 15 τὰ σ. τῶν αἰσθητηρίων ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 43 σ. παιδοποιὸν Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 42· ― ἀκολούθως [[καθόλου]], τὸ ὅλον [[σῶμα]], τὸ ὅλον πράγματός τινος, ὑπὸ σώματι γᾶς Αἰσχύλ. Θήβ. 950· τὸ [[σῶμα]] τοῦ κόσμου, τοῦ παντὸς Πλάτ. Τίμ. 31Β, 32C [[ὕδωρ]], ποταμοῦ [[σῶμα]] Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 43C, πρβλ. Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 3, σ. 266 ― τὸ σ. τῆς πίστεως, τὸ [[σῶμα]] τῆς ἀποδείξεως, δηλ. ἀποδείξεις, ἐπιχειρήματα, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 1, 3· τῆς λέξεως Ρήτορες (Walz) τ. 9, σ. 560· - ἐπὶ τοῦ συνόλου συγγραμάτων, Κικ. πρ. Ἀττ. 2. 1, 4, πρβλ. Εὐστ. 170. 23, κλπ. 2) παρὰ τοῖς Μαθημ. [[σχῆμα]] τριῶν διαστάσεων, στερεόν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς ἐπιφάνειαν, κλπ., Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 1, 2, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 13, 2, κ. ἀλλ.
}}
}}
{{etym
{{etym