Anonymous

μένω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 53: Line 53:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Θέμα μεν + ω = [[μένω]]. Με μετάπτωση μον-. (Λατιν. [[maneo]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[μενετέον]], [[μενετός]], (ὑπο, ἐμ)[[μενετέον]], [[ὑπομενετός]], [[μενετέος]], [[μονή]] (=[[παραμονή]], βραδύτητα), (δια, ἐπ, ἐμ, παρα, ὑπο)[[μονή]], [[μόνος]], [[μονάζω]], [[μονάς]], [[μοναστής]], [[μοναστήριον]], [[μοναχικός]], [[μοναχός]], [[μονήρης]], [[μονία]] (=[[μοναξιά]]), [[μόνιμος]], μονίμως, [[μονομάχος]], [[μονόω]] (=[[ἀπομονώνω]]), [[μόνωσις]], [[μονάρχης]], [[μοναρχία]], καί ὅσα ἔχουν σάν α΄ συνθετικό τό μενε: [[Μενέλαος]], [[μενεδήιος]] (=[[γενναῖος]]), [[μενεπτόλεμος]] (=[[καρτερικός]] σέ [[μάχη]]), [[μενεχάρμης]] (=[[καρτερικός]] στή [[μάχη]]), [[μεναίχμης]] (=[[καρτερικός]]).
|mantxt=Θέμα μεν + ω = [[μένω]]. Με μετάπτωση μον-. (Λατιν. [[maneo]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[μενετέον]], [[μενετός]], (ὑπο, ἐμ)[[μενετέον]], [[ὑπομενετός]], [[μενετέος]], [[μονή]] (=[[παραμονή]], [[βραδύτητα]]), (δια, ἐπ, ἐμ, παρα, ὑπο)[[μονή]], [[μόνος]], [[μονάζω]], [[μονάς]], [[μοναστής]], [[μοναστήριον]], [[μοναχικός]], [[μοναχός]], [[μονήρης]], [[μονία]] (=[[μοναξιά]]), [[μόνιμος]], μονίμως, [[μονομάχος]], [[μονόω]] (=[[ἀπομονώνω]]), [[μόνωσις]], [[μονάρχης]], [[μοναρχία]], καί ὅσα ἔχουν σάν α΄ συνθετικό τό μενε: [[Μενέλαος]], [[μενεδήιος]] (=[[γενναῖος]]), [[μενεπτόλεμος]] (=[[καρτερικός]] σέ [[μάχη]]), [[μενεχάρμης]] (=[[καρτερικός]] στή [[μάχη]]), [[μεναίχμης]] (=[[καρτερικός]]).
}}
}}