Anonymous

κρίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1, ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 59: Line 59:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ξεχωρίζω]], [[διαλέγω]], ἀποφασίζω). Θέμα κρυ + [[πρόσφυμα]] ν + j + ω→ κρί-ν-j-ω, μέ ἀφομοίωση τοῦ j σέ ν → κρίννω καί μέ ἁπλοποίηση τῶν δύο ν καί ἀντέκταση → [[κρίνω]] μέ τό ι μακρό.<br><b>Παράγωγα:</b> [[κρῖμα]], [[κατάκριμα]] (=[[καταδίκη]]), [[πρόκριμα]] (=ἀπό πρίν κρίση), [[κρίσις]] (=[[χωρισμός]], διάλεγμα, [[φιλονεικία]], [[ἀποτέλεσμα]]), τά σύνθετα (ἀνά, [[κατά]], διά, [[ἐπί]], ὑπό, ἔγ, ἔκ, σύγ, [[πρό]])κρισις, [[ἀπόκρισις]] (=[[ἀπολογία]], ἀπάντηση), ἀποκρίνομαι, [[κρίσιμος]], [[κριτέος]], κριτέον, [[ἀποκριτέον]], [[ἐγκριτέον]], [[ἐκκριτέον]], διακριτέα, [[κριτήριον]], [[κριτής]], [[κριτικός]], [[κριτός]] (=[[ξεχωριστός]], [[ἐκλεκτός]]), [[ἄκριτος]], [[ἀκρισία]] (=[[σύγχυση]]), [[ἔγκριτος]], [[πρόκριτος]], [[δύσκριτος]], [[εὔκριτος]], [[ἀνυπόκριτος]], ἀνυποκρίτως, [[εὐκρινής]], [[εὐκρινῶς]] καί [[ἴσως]] τά: [[κρησέρα]] (=[[κόσκινο]]), [[κρίμνον]] (=χοντροαλεσμένο κριθάρι).
|mantxt=(=[[ξεχωρίζω]], [[διαλέγω]], [[ἀποφασίζω]]). Θέμα κρυ + [[πρόσφυμα]] ν + j + ω→ κρί-ν-j-ω, μέ ἀφομοίωση τοῦ j σέ ν → κρίννω καί μέ ἁπλοποίηση τῶν δύο ν καί ἀντέκταση → [[κρίνω]] μέ τό ι μακρό.<br><b>Παράγωγα:</b> [[κρῖμα]], [[κατάκριμα]] (=[[καταδίκη]]), [[πρόκριμα]] (=ἀπό πρίν κρίση), [[κρίσις]] (=[[χωρισμός]], διάλεγμα, [[φιλονεικία]], [[ἀποτέλεσμα]]), τά σύνθετα (ἀνά, [[κατά]], διά, [[ἐπί]], ὑπό, ἔγ, ἔκ, σύγ, [[πρό]])κρισις, [[ἀπόκρισις]] (=[[ἀπολογία]], [[ἀπάντηση]]), ἀποκρίνομαι, [[κρίσιμος]], [[κριτέος]], κριτέον, [[ἀποκριτέον]], [[ἐγκριτέον]], [[ἐκκριτέον]], διακριτέα, [[κριτήριον]], [[κριτής]], [[κριτικός]], [[κριτός]] (=[[ξεχωριστός]], [[ἐκλεκτός]]), [[ἄκριτος]], [[ἀκρισία]] (=[[σύγχυση]]), [[ἔγκριτος]], [[πρόκριτος]], [[δύσκριτος]], [[εὔκριτος]], [[ἀνυπόκριτος]], ἀνυποκρίτως, [[εὐκρινής]], [[εὐκρινῶς]] καί [[ἴσως]] τά: [[κρησέρα]] (=[[κόσκινο]]), [[κρίμνον]] (=χοντροαλεσμένο κριθάρι).
}}
}}
{{elmes
{{elmes