3,274,522
edits
Line 50: | Line 50: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=-ῶ (=[[νομίζω]], [[φαντάζομαι]], ἀποφασίζω). Ἀπό ρίζα δεκ. Συγγενικό μέ τό [[δέχομαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[δόγμα]], [[δογματικός]], [[δόκησις]] (=[[δοξασία]]), [[δοκησίσοφος]] (=αὐτός πού θεωρεῖ τόν ἑαυτό του σοφό), [[ἀδόκητος]] (=[[ἀπροσδόκητος]]), [[ἀδοκήτως]], [[δόκιμος]], [[δοκίμως]] (=[[ἀληθινά]]), [[δοκιμή]], [[δοκιμάζω]], [[δοκίμιον]] (=[[κριτήριο]]), [[δόκημα]] (=[[δράμα]]), [[δόξα]] ([[προσδοκία]], [[γνώμη]], [[λαμπρότης]]), [[δοξάζω]], [[δοξαστής]], [[δοξαστικός]], [[ἄδοξος]], [[εὐδόκιμος]], [[εὐδοξία]] (=[[καλή]] [[φήμη]]), [[κακοδοξία]] (=κακή [[φήμη]]), [[κακόδοξος]], [[κενόδοξος]], [[ὁμόδοξος]], [[ὁμοδοξία]], [[παράδοξος]], [[προσδοκία]]. | |mantxt=-ῶ (=[[νομίζω]], [[φαντάζομαι]], [[ἀποφασίζω]]). Ἀπό ρίζα δεκ. Συγγενικό μέ τό [[δέχομαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[δόγμα]], [[δογματικός]], [[δόκησις]] (=[[δοξασία]]), [[δοκησίσοφος]] (=αὐτός πού θεωρεῖ τόν ἑαυτό του σοφό), [[ἀδόκητος]] (=[[ἀπροσδόκητος]]), [[ἀδοκήτως]], [[δόκιμος]], [[δοκίμως]] (=[[ἀληθινά]]), [[δοκιμή]], [[δοκιμάζω]], [[δοκίμιον]] (=[[κριτήριο]]), [[δόκημα]] (=[[δράμα]]), [[δόξα]] ([[προσδοκία]], [[γνώμη]], [[λαμπρότης]]), [[δοξάζω]], [[δοξαστής]], [[δοξαστικός]], [[ἄδοξος]], [[εὐδόκιμος]], [[εὐδοξία]] (=[[καλή]] [[φήμη]]), [[κακοδοξία]] (=κακή [[φήμη]]), [[κακόδοξος]], [[κενόδοξος]], [[ὁμόδοξος]], [[ὁμοδοξία]], [[παράδοξος]], [[προσδοκία]]. | ||
}} | }} |