Anonymous

δοκέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 50: Line 50:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=-ῶ (=[[νομίζω]], [[φαντάζομαι]], ἀποφασίζω). Ἀπό ρίζα δεκ. Συγγενικό μέ τό [[δέχομαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[δόγμα]], [[δογματικός]], [[δόκησις]] (=[[δοξασία]]), [[δοκησίσοφος]] (=αὐτός πού θεωρεῖ τόν ἑαυτό του σοφό), [[ἀδόκητος]] (=[[ἀπροσδόκητος]]), [[ἀδοκήτως]], [[δόκιμος]], [[δοκίμως]] (=[[ἀληθινά]]), [[δοκιμή]], [[δοκιμάζω]], [[δοκίμιον]] (=[[κριτήριο]]), [[δόκημα]] (=[[δράμα]]), [[δόξα]] ([[προσδοκία]], [[γνώμη]], [[λαμπρότης]]), [[δοξάζω]], [[δοξαστής]], [[δοξαστικός]], [[ἄδοξος]], [[εὐδόκιμος]], [[εὐδοξία]] (=[[καλή]] [[φήμη]]), [[κακοδοξία]] (=κακή [[φήμη]]), [[κακόδοξος]], [[κενόδοξος]], [[ὁμόδοξος]], [[ὁμοδοξία]], [[παράδοξος]], [[προσδοκία]].
|mantxt=-ῶ (=[[νομίζω]], [[φαντάζομαι]], [[ἀποφασίζω]]). Ἀπό ρίζα δεκ. Συγγενικό μέ τό [[δέχομαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[δόγμα]], [[δογματικός]], [[δόκησις]] (=[[δοξασία]]), [[δοκησίσοφος]] (=αὐτός πού θεωρεῖ τόν ἑαυτό του σοφό), [[ἀδόκητος]] (=[[ἀπροσδόκητος]]), [[ἀδοκήτως]], [[δόκιμος]], [[δοκίμως]] (=[[ἀληθινά]]), [[δοκιμή]], [[δοκιμάζω]], [[δοκίμιον]] (=[[κριτήριο]]), [[δόκημα]] (=[[δράμα]]), [[δόξα]] ([[προσδοκία]], [[γνώμη]], [[λαμπρότης]]), [[δοξάζω]], [[δοξαστής]], [[δοξαστικός]], [[ἄδοξος]], [[εὐδόκιμος]], [[εὐδοξία]] (=[[καλή]] [[φήμη]]), [[κακοδοξία]] (=κακή [[φήμη]]), [[κακόδοξος]], [[κενόδοξος]], [[ὁμόδοξος]], [[ὁμοδοξία]], [[παράδοξος]], [[προσδοκία]].
}}
}}