Anonymous

εἴρω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1, $3$4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 50: Line 50:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=<b class="num">1 </b>(=[[δένω]], [[ἁρμαθιάζω]]). Ἀπό ρίζα σερ- τοῦ [[ἀείρω]] (=[[ὑψώνω]]). Θέμα: σερ+j+ω→ μέ ἀφομοίωση τοῦ j σε ρ → σέρρω καί μέ ἁπλοποίηση τῶν δύο ρ καί ἀντέκταση → σέρω → [[εἴρω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἕρμα]] (=[[δεσμός]]) ἐάν εἶναι ἀπό το [[ἐρείδω]], [[τότε]] [[ἕρμα]] = [[στήριγμα]], ἕρματα (=[[σκουλαρίκια]]), [[κάθερμα]] (=[[σκουλαρίκι]]), [[εἰρμός]] καί [[εἱρμός]] (=[[σειρά]]), [[ἔρσις]] (=[[πλοκή]]), [[συνειρμός]] (=[[ἀλληλουχία]]), [[ὅρμος]] (=[[σχοινί]], [[ἁλυσίδα]], [[περιδέραιο]], [[ἀγκυροβόλι]], [[καταφύγιο]]), [[ὁρμαθός]] (=[[ἁρμαθιά]]), [[ὁρμάθιον]], [[ὁρμιά]] (=[[πετονιά]]), [[πάνορμος]] (=[[λιμάνι]]), [[σειρά]] (=[[σχοινί]], [[ἁλυσίδα]], λουρί).<br><b class="num">2</b> (=[[λέω]], [[μιλῶ]], διηγοῦμαι). Ἀπό ρἰζα ϝερ+j+ω → [[εἴρω]]. Ἀπό ἐδῶ τό [[εἴρων]] (ϝερ-j-ων) (=αὐτός πού λέει κάτι [[χωρίς]] πράγματι νά σκέπτεται). Γιά παράγωγα δές στό [[ρῆμα]] [[λέγω]].
|mantxt=<b class="num">1 </b>(=[[δένω]], [[ἁρμαθιάζω]]). Ἀπό ρίζα σερ- τοῦ [[ἀείρω]] (=[[ὑψώνω]]). Θέμα: σερ+j+ω→ μέ ἀφομοίωση τοῦ j σε ρ → σέρρω καί μέ ἁπλοποίηση τῶν δύο ρ καί ἀντέκταση → σέρω → [[εἴρω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἕρμα]] (=[[δεσμός]]) ἐάν εἶναι ἀπό το [[ἐρείδω]], [[τότε]] [[ἕρμα]] = [[στήριγμα]], ἕρματα (=[[σκουλαρίκια]]), [[κάθερμα]] (=[[σκουλαρίκι]]), [[εἰρμός]] καί [[εἱρμός]] (=[[σειρά]]), [[ἔρσις]] (=[[πλοκή]]), [[συνειρμός]] (=[[ἀλληλουχία]]), [[ὅρμος]] (=[[σχοινί]], [[ἁλυσίδα]], [[περιδέραιο]], [[ἀγκυροβόλι]], [[καταφύγιο]]), [[ὁρμαθός]] (=[[ἁρμαθιά]]), [[ὁρμάθιον]], [[ὁρμιά]] (=[[πετονιά]]), [[πάνορμος]] (=[[λιμάνι]]), [[σειρά]] (=[[σχοινί]], [[ἁλυσίδα]], [[λουρί]]).<br><b class="num">2</b> (=[[λέω]], [[μιλῶ]], [[διηγοῦμαι]]). Ἀπό ρἰζα ϝερ+j+ω → [[εἴρω]]. Ἀπό ἐδῶ τό [[εἴρων]] (ϝερ-j-ων) (=αὐτός πού λέει κάτι [[χωρίς]] πράγματι νά σκέπτεται). Γιά παράγωγα δές στό [[ρῆμα]] [[λέγω]].
}}
}}
{{elmes
{{elmes
|esmgtx=[[colgar]] un amuleto al cuello γλυφέντα (τὸν λίθον) δὲ διατρυπήσας καὶ διείρας σπάρτῳ περὶ τὸν τράχηλόν σου εἴρησον <b class="b3">una vez grabada la piedra, hazle un agujero, pasa por él un cordón y cuélgatela al cuello</b> P I 69 φόρει (τὴν λεπίδα) εἴρας ἱμάντι ὄνου <b class="b3">lleva la lámina colgándotela con una tira (de piel) de asno</b> P IV 259  
|esmgtx=[[colgar]] un amuleto al cuello γλυφέντα (τὸν λίθον) δὲ διατρυπήσας καὶ διείρας σπάρτῳ περὶ τὸν τράχηλόν σου εἴρησον <b class="b3">una vez grabada la piedra, hazle un agujero, pasa por él un cordón y cuélgatela al cuello</b> P I 69 φόρει (τὴν λεπίδα) εἴρας ἱμάντι ὄνου <b class="b3">lleva la lámina colgándotela con una tira (de piel) de asno</b> P IV 259  
}}
}}