Anonymous

εὐνή: Difference between revisions

From LSJ
12 bytes added ,  29 November 2022
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1, ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐνή''': ἡ, Ἐπικ. γεν. ἐν. καὶ πληθ. [[εὐνῆφι]], -φιν, Ὅμ. Κλίνη, [[κοίτη]], εὐνῇ ἑνὶ μαλακῇ Ἰλ. Ι. 618, κτλ.· ἔβη εἰς εὐνήν, μετέβη εἰς τὴν κλίνην, ὑπῆγε να κοιμηθῇ, Ὀδ. Α. 427, κτλ.· εὐνῇς ἐπιβήμεναι Ἰλ. Ι. 133, κτλ.· ἐξ εὐνῆς ἀνστᾶσα Ξ. 336· ἐξ [[εὐνῆφι]] θορόντα Ο. 580· ὢρνυτ’ ἄρ’ ἐξ [[εὐνῆφι]] Ὀδ. Β. 2, Γ. 405, Δ. 307· πρβλ. [[λέκτρον]]. 2) ἡ [[στρωμνή]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[λέχος]] (ἡ [[κλίνη]]), [[λέχος]] πόρσυνε καὶ εὐνὴν Γ. 403· ἐκθεῖσαι πυκινὸν [[λέχος]] ἐμβάλετ’ εὐνὴν Ψ. 179, ἴδε ἐν Ἰλ. [[ἐνεύναιος]]. 3) εὐναί Νυμφάων, αἱ κατοικίαι αὐτῶν, Ἰλ. Ω. 615: - ἐπὶ ζῴων, συφεοὺς [[δυοκαίδεκα]] ποίει… εὐνὰς συσὶν Ὀδ. Ξ. 14· ἡ φωλεὰ ἐλάφου, Δ. 338, Ἰλ. Λ. 115· ἡ [[κοίτη]] λαγωού, Ξεν. Κυν. 6. 16· φωλεὰ πτηνῶν, Σοφ. Ἀντ. 425. κριοῦ εὐναί, [[μέρος]] ἐν Κολχίδι, [[ὅπου]] ὁ [[κριὸς]] τοῦ Φρίξου ἔστη, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 116. 4) ἡ [[γαμήλιος]] ἢ συζυγικὴ [[κλίνη]], ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ προστιθεμένης ἰδίας λέξεως, δι’ ἧς δηλοῦται τοῦτο, [[ἔτλην]] ἀνέρος εὐνὴν Ἰλ. Σ. 433· ἀνδρὸς ἐν εὐνῇ [[ἤθελον]] εὐνηθῆναι Ὀδ. Δ. 333· ἀπανήνασθαι θεοῦ εὐνὴν Κ. 297· καὶ [[συχνάκις]] ἐν τῇ φράσει, ἐμίγην (ἐμίγη) φιλότητι καὶ εὐνῇ Ἰλ. Γ. 445, κτλ.· - ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς Πινδ. Ο. 7, 10· εὐναῖς ἀνανδρώτοισι Σοφ. Τρ. 109· εὐναὶ γαμήλιοι, νυμφίδιοι, κρύφιαι Εὐρ. Μήδ. 1027, Ἄλκ. 885, Ἠλ. 720: - [[ἐνίοτε]] [[ὅμως]] καὶ [[ἄνευ]] τῆς προσθήκης ἄλλης λέξεως, [[ἄλλην]] τιν’ εὐνὴν ἀντὶ σοῦ στέργει [[πόσις]], [[ἔνθα]] δὲν ὑπάρχει [[αἰτία]] νὰ ἐκλάβῃ τις αὐτὸ ἐπὶ προσώπου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 907, πρβλ., Τρῳ. 831· [[οὕτως]] ἐπὶ παρθένων, ἄτερ εὐνᾶς Πινδ. Ο. 9. 69· [[ὅσιος]] ἀπ’ εὐνῆς Εὐρ. Ἴων 150. 5) ἡ ἐσχάτη [[κλίνη]] τοῦ ἀνθρώπου, ὁ [[τάφος]], [[ἔνθα]] σ’ ἔχουσιν εὐναὶ Αἰσχύλ. Χο. 319· εἰς εὐνὴν πατρὸς Σοφ. Ἠλ. 436, πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 260· (οὕτω τινὲς ἐκλαμβάνουσι τὸ Τυφωέος εὐναὶ ἐν Ἰλ. Β. 783). 6) [[κατοικία]], Πλάτ. Πολ. 415Ε. ΙΙ. πληθ. εὐναί, λίθοι χρησιμεύοντες ὡς ἄγκυραι κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ὁμ. καὶ Ἡσιόδ., καὶ ῥιπτόμενοι, ὡς καὶ νῦν, ἐκ τῆς πρῴρας, ἐνῷ ἡ [[πρύμνα]] προσεδένετο εἰς τὴν ξηρὰν (πρβλ. [[πεῖσμα]], πρυμνήσιον), ἐκ δ’ εὐνὰς ἔβαλον κατὰ δὲ πρυμνήσι’ ἔδησαν Ἰλ. Α. 436, Ὀδ. Ο. 498· ὕψι δ’ ἐπ’ [[εὐνάων]] ὁρμίσσομεν, ἔξω δὲ εἰς τὰ ἀνοικτὰ ἐπ’ ἀγκύρας θὰ σαλεύωμεν, Ἰλ. Ξ. 77· εὐνὰς δ’ ἔνθ’ ἔβαλον κατὰ βένθεος Κόϊντ. Σμ. 12. 346: - τὸ αὐτὸ [[ὄνομα]] εἶχον αἱ ἄγκυραι ἔτι καὶ ὅτε ἦσαν ἐκ σιδήρου, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 436. - Δὲν ὑπάρχει [[λόγος]] [[ὅπως]] ἐκλάβωμεν τό, ἐπὶ ταῖς εὐναῖς τοῦ Θουκ. 6. 67, ἐν τῇ Ὁμηρικῇ σημασίᾳ. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[σπανία]] παρὰ πεζολόγοις, ὡς ἐν Πλάτ. Πρωτ. 321 Α, Πολ. 415 Ε, Πολιτικ. 272 Α.
|lstext='''εὐνή''': ἡ, Ἐπικ. γεν. ἐν. καὶ πληθ. [[εὐνῆφι]], -φιν, Ὅμ. Κλίνη, [[κοίτη]], εὐνῇ ἑνὶ μαλακῇ Ἰλ. Ι. 618, κτλ.· ἔβη εἰς εὐνήν, μετέβη εἰς τὴν κλίνην, ὑπῆγε να κοιμηθῇ, Ὀδ. Α. 427, κτλ.· εὐνῇς ἐπιβήμεναι Ἰλ. Ι. 133, κτλ.· ἐξ εὐνῆς ἀνστᾶσα Ξ. 336· ἐξ [[εὐνῆφι]] θορόντα Ο. 580· ὢρνυτ’ ἄρ’ ἐξ [[εὐνῆφι]] Ὀδ. Β. 2, Γ. 405, Δ. 307· πρβλ. [[λέκτρον]]. 2) ἡ [[στρωμνή]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[λέχος]] (ἡ [[κλίνη]]), [[λέχος]] πόρσυνε καὶ εὐνὴν Γ. 403· ἐκθεῖσαι πυκινὸν [[λέχος]] ἐμβάλετ’ εὐνὴν Ψ. 179, ἴδε ἐν Ἰλ. [[ἐνεύναιος]]. 3) εὐναί Νυμφάων, αἱ κατοικίαι αὐτῶν, Ἰλ. Ω. 615: - ἐπὶ ζῴων, συφεοὺς [[δυοκαίδεκα]] ποίει… εὐνὰς συσὶν Ὀδ. Ξ. 14· ἡ φωλεὰ ἐλάφου, Δ. 338, Ἰλ. Λ. 115· ἡ [[κοίτη]] λαγωού, Ξεν. Κυν. 6. 16· φωλεὰ πτηνῶν, Σοφ. Ἀντ. 425. κριοῦ εὐναί, [[μέρος]] ἐν Κολχίδι, [[ὅπου]] ὁ [[κριὸς]] τοῦ Φρίξου ἔστη, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 116. 4) ἡ [[γαμήλιος]] ἢ συζυγικὴ [[κλίνη]], ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ προστιθεμένης ἰδίας λέξεως, δι’ ἧς δηλοῦται τοῦτο, [[ἔτλην]] ἀνέρος εὐνὴν Ἰλ. Σ. 433· ἀνδρὸς ἐν εὐνῇ [[ἤθελον]] εὐνηθῆναι Ὀδ. Δ. 333· ἀπανήνασθαι θεοῦ εὐνὴν Κ. 297· καὶ [[συχνάκις]] ἐν τῇ φράσει, ἐμίγην (ἐμίγη) φιλότητι καὶ εὐνῇ Ἰλ. Γ. 445, κτλ.· - ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς Πινδ. Ο. 7, 10· εὐναῖς ἀνανδρώτοισι Σοφ. Τρ. 109· εὐναὶ γαμήλιοι, νυμφίδιοι, κρύφιαι Εὐρ. Μήδ. 1027, Ἄλκ. 885, Ἠλ. 720: - [[ἐνίοτε]] [[ὅμως]] καὶ [[ἄνευ]] τῆς προσθήκης ἄλλης λέξεως, [[ἄλλην]] τιν’ εὐνὴν ἀντὶ σοῦ στέργει [[πόσις]], [[ἔνθα]] δὲν ὑπάρχει [[αἰτία]] νὰ ἐκλάβῃ τις αὐτὸ ἐπὶ προσώπου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 907, πρβλ., Τρῳ. 831· [[οὕτως]] ἐπὶ παρθένων, ἄτερ εὐνᾶς Πινδ. Ο. 9. 69· [[ὅσιος]] ἀπ’ εὐνῆς Εὐρ. Ἴων 150. 5) ἡ ἐσχάτη [[κλίνη]] τοῦ ἀνθρώπου, ὁ [[τάφος]], [[ἔνθα]] σ’ ἔχουσιν εὐναὶ Αἰσχύλ. Χο. 319· εἰς εὐνὴν πατρὸς Σοφ. Ἠλ. 436, πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 260· (οὕτω τινὲς ἐκλαμβάνουσι τὸ Τυφωέος εὐναὶ ἐν Ἰλ. Β. 783). 6) [[κατοικία]], Πλάτ. Πολ. 415Ε. ΙΙ. πληθ. εὐναί, λίθοι χρησιμεύοντες ὡς ἄγκυραι κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ὁμ. καὶ Ἡσιόδ., καὶ ῥιπτόμενοι, ὡς καὶ νῦν, ἐκ τῆς πρῴρας, ἐνῷ ἡ [[πρύμνα]] προσεδένετο εἰς τὴν ξηρὰν (πρβλ. [[πεῖσμα]], [[πρυμνήσιον]]), ἐκ δ’ εὐνὰς ἔβαλον κατὰ δὲ πρυμνήσι’ ἔδησαν Ἰλ. Α. 436, Ὀδ. Ο. 498· ὕψι δ’ ἐπ’ [[εὐνάων]] ὁρμίσσομεν, ἔξω δὲ εἰς τὰ ἀνοικτὰ ἐπ’ ἀγκύρας θὰ σαλεύωμεν, Ἰλ. Ξ. 77· εὐνὰς δ’ ἔνθ’ ἔβαλον κατὰ βένθεος Κόϊντ. Σμ. 12. 346: - τὸ αὐτὸ [[ὄνομα]] εἶχον αἱ ἄγκυραι ἔτι καὶ ὅτε ἦσαν ἐκ σιδήρου, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 436. - Δὲν ὑπάρχει [[λόγος]] [[ὅπως]] ἐκλάβωμεν τό, ἐπὶ ταῖς εὐναῖς τοῦ Θουκ. 6. 67, ἐν τῇ Ὁμηρικῇ σημασίᾳ. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[σπανία]] παρὰ πεζολόγοις, ὡς ἐν Πλάτ. Πρωτ. 321 Α, Πολ. 415 Ε, Πολιτικ. 272 Α.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[εὐνή]], επικ. γεν. εν. και πληθ. [[εὐνῆφι]], εὐνῆφιν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> μικρή [[άγκυρα]] τών ναρκών από [[σκυροκονίαμα]] ή από χυτοσίδηρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τόπος]] όπου κοιμάται [[κάποιος]], το [[κρεβάτι]], η [[κλίνη]] («ἔβη εἰς εὐνήν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[στρώμα]] (α. «[[λέχος]] πόρσυνε καὶ εὐνήν», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «εὐναὶ γὰρ [[ἦσαν]] δαΐων πρὸς τείχεσιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «εὐναὶ Νυμφάων» — οι κατοικίες τών Νυμφών (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «κριοῦ εὐναί» — [[τόπος]] στην [[Κολχίδα]] όπου ξεκουράστηκε το [[κριάρι]] του Φρίξου (Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>4.</b> η [[φωλιά]] ζώων ή πτηνών (α. «συφεοὺς [[δυοκαίδεκα]] ποίει εὐνάς... συσί» — χοιροστάσια, <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «πρὸς τὴν εὐνὴν τοῦ λαγῶ» — [[προς]] τη λαγοφωλιά, <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> το συζυγικό [[κρεβάτι]] («ἀνδρὸς ἐν εὐνῇ [[ἤθελον]] εὐνηθῆναι» <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἐμίγη φιλότητι καὶ εὐνῇ» — ήλθε σε σαρκική [[μίξη]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>7.</b> ο [[τάφος]]<br /><b>8.</b> <b>πληθ.</b> <i>αἱ εὐναί</i><br />α) οι λίθοι που ρίχνονται από την [[πρώρα]] και χρησιμεύουν ως [[άγκυρα]] του πλοίου<br />β) οι σιδερένιες άγκυρες του πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά μια [[άποψη]] ο τ. συνδέεται με αρχ. ιρ. (<i>h</i>)<i>uam</i> «[[σπηλιά]], [[τρώγλη]]», αβεστ. <i>un</i><i>ā</i> «[[τρύπα]], [[ρωγμή]]», ενώ πιθ. [[παραγωγή]] της λ. από τ. <i>εὐδνα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εὕδω]]) θα ήταν παρακεκινδυνευμένη λόγω ανυπαρξίας δασέος στον τ. [[εὐνή]] και της δυσκολίας της απλοποιήσεως του συμπλέγματος -<i>δν</i>- σε -<i>ν</i>-. Η λ. [[είναι]] [[κυρίως]] ποιητική και έχει τόσο τη γενική [[σημασία]] «[[κλίνη]], [[στρώμα]], [[κατάλυμα]]», η οποία διακρίνεται από τη [[σημασία]] [[λέχος]] που δηλώνει μόνο τον [[σκελετό]] του κρεβατιού, όσο και την ειδικότερη [[σημασία]] «συζυγική [[κλίνη]]». Επίσης χρησιμοποιήθηκε και με τη [[σημασία]] «[[ενέδρα]]» που απαντά στον Όμηρο και αναφέρεται στο [[κυνήγι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ευνάζω]], [[ευναίος]], [[ευνάν]], [[ευνέτης]], <i>ευνήθευ</i>, [[εύνια]], [[εύνις]], [[ευνώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ευνούχος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[δίσευνος]], [[δυσπάρευνος]], [[ένευνος]], <i>όμευνος</i>, [[πάρευνος]], [[σιδεύνης]], [[σποδεύνης]], [[στεργοξύνευνος]], [[σύνευνος]], [[συνόμευνος]], [[φίλευνος]], [[χαμαιευνάς]], [[χαμαιεύνης]], [[χαμευνάς]], [[χαμεύνης]], [[χάμευνος]], [[χλοεύνης]]].
|mltxt=η (Α [[εὐνή]], επικ. γεν. εν. και πληθ. [[εὐνῆφι]], [[εὐνῆφιν]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> μικρή [[άγκυρα]] τών ναρκών από [[σκυροκονίαμα]] ή από χυτοσίδηρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τόπος]] όπου κοιμάται [[κάποιος]], το [[κρεβάτι]], η [[κλίνη]] («ἔβη εἰς εὐνήν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[στρώμα]] (α. «[[λέχος]] πόρσυνε καὶ εὐνήν», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «εὐναὶ γὰρ [[ἦσαν]] δαΐων πρὸς τείχεσιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «εὐναὶ Νυμφάων» — οι κατοικίες τών Νυμφών (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «κριοῦ εὐναί» — [[τόπος]] στην [[Κολχίδα]] όπου ξεκουράστηκε το [[κριάρι]] του Φρίξου (Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>4.</b> η [[φωλιά]] ζώων ή πτηνών (α. «συφεοὺς [[δυοκαίδεκα]] ποίει εὐνάς... συσί» — χοιροστάσια, <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «πρὸς τὴν εὐνὴν τοῦ λαγῶ» — [[προς]] τη λαγοφωλιά, <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> το συζυγικό [[κρεβάτι]] («ἀνδρὸς ἐν εὐνῇ [[ἤθελον]] εὐνηθῆναι» <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἐμίγη φιλότητι καὶ εὐνῇ» — ήλθε σε σαρκική [[μίξη]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>7.</b> ο [[τάφος]]<br /><b>8.</b> <b>πληθ.</b> <i>αἱ εὐναί</i><br />α) οι λίθοι που ρίχνονται από την [[πρώρα]] και χρησιμεύουν ως [[άγκυρα]] του πλοίου<br />β) οι σιδερένιες άγκυρες του πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά μια [[άποψη]] ο τ. συνδέεται με αρχ. ιρ. (<i>h</i>)<i>uam</i> «[[σπηλιά]], [[τρώγλη]]», αβεστ. <i>un</i><i>ā</i> «[[τρύπα]], [[ρωγμή]]», ενώ πιθ. [[παραγωγή]] της λ. από τ. <i>εὐδνα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εὕδω]]) θα ήταν παρακεκινδυνευμένη λόγω ανυπαρξίας δασέος στον τ. [[εὐνή]] και της δυσκολίας της απλοποιήσεως του συμπλέγματος -<i>δν</i>- σε -<i>ν</i>-. Η λ. [[είναι]] [[κυρίως]] ποιητική και έχει τόσο τη γενική [[σημασία]] «[[κλίνη]], [[στρώμα]], [[κατάλυμα]]», η οποία διακρίνεται από τη [[σημασία]] [[λέχος]] που δηλώνει μόνο τον [[σκελετό]] του κρεβατιού, όσο και την ειδικότερη [[σημασία]] «συζυγική [[κλίνη]]». Επίσης χρησιμοποιήθηκε και με τη [[σημασία]] «[[ενέδρα]]» που απαντά στον Όμηρο και αναφέρεται στο [[κυνήγι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ευνάζω]], [[ευναίος]], [[ευνάν]], [[ευνέτης]], <i>ευνήθευ</i>, [[εύνια]], [[εύνις]], [[ευνώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ευνούχος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[δίσευνος]], [[δυσπάρευνος]], [[ένευνος]], <i>όμευνος</i>, [[πάρευνος]], [[σιδεύνης]], [[σποδεύνης]], [[στεργοξύνευνος]], [[σύνευνος]], [[συνόμευνος]], [[φίλευνος]], [[χαμαιευνάς]], [[χαμαιεύνης]], [[χαμευνάς]], [[χαμεύνης]], [[χάμευνος]], [[χλοεύνης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[κρεβάτι]], [[στρῶμα]], φωλιά). Ἴσως ἀπό τό εὔδω (=[[κοιμοῦμαι]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[εὐνάζω]] (=[[βάζω]] κάποιον νά κοιμηθεῖ), [[εὐναῖος]], [[εὐνάσιμος]], [[εὐνατήριον]] (=[[κοιτώνας]]), [[εὐνάω]] (=[[πλαγιάζω]]), [[εὐνέτης]] (=[[σύζυγος]]), [[εὐνέτις]] (θηλ. ἡ [[σύζυγος]]), [[εὔνημα]] (=[[συγκοίμηση]]), [[εὐνητήρ]] -[[εὐνατήρ]] = [[εὐναστήρ]] (=[[σύζυγος]]), [[εὐνάτειρα]] = [[εὐνήτρια]] (=ἡ [[σύζυγος]]), [[εὐνῆθεν]], [[κατευνασμός]], [[κατευναστικός]], [[εὐνοῦχος]], [[σύνευνος]].
|mantxt=(=[[κρεβάτι]], [[στρῶμα]], [[φωλιά]]). Ἴσως ἀπό τό εὔδω (=[[κοιμοῦμαι]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[εὐνάζω]] (=[[βάζω]] κάποιον νά κοιμηθεῖ), [[εὐναῖος]], [[εὐνάσιμος]], [[εὐνατήριον]] (=[[κοιτώνας]]), [[εὐνάω]] (=[[πλαγιάζω]]), [[εὐνέτης]] (=[[σύζυγος]]), [[εὐνέτις]] (θηλ. ἡ [[σύζυγος]]), [[εὔνημα]] (=[[συγκοίμηση]]), [[εὐνητήρ]] -[[εὐνατήρ]] = [[εὐναστήρ]] (=[[σύζυγος]]), [[εὐνάτειρα]] = [[εὐνήτρια]] (=ἡ [[σύζυγος]]), [[εὐνῆθεν]], [[κατευνασμός]], [[κατευναστικός]], [[εὐνοῦχος]], [[σύνευνος]].
}}
}}