Anonymous

δύσθροος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' "
m (Text replacement - "'Étymologie:''' δυσ-," to "'Étymologie:''' δυσ-,")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[δύσθροος]], -ον</b> [[ill]]-[[sounding]] δυσθρόου φωνᾶς ἀνακρινόμενον ποινὰ [[τίς]] [[ἔσται]] πρὸς [[θεῶν]] (sc. Βάττον, [[who]] [[was]] [[afflicted]] [[with]] a [[stammer]]) (P. 4.63)
|sltr=[[δύσθροος]], -ον</b> [[ill]]-[[sounding]] δυσθρόου φωνᾶς ἀνακρινόμενον ποινὰ [[τίς]] [[ἔσται]] πρὸς [[θεῶν]] (''[[sc.]]'' Βάττον, [[who]] [[was]] [[afflicted]] [[with]] a [[stammer]]) (P. 4.63)
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύσθροος:''' -ον, αυτός που ηχεί, αυτός που ακούγεται άσχημα, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δύσθροος:''' -ον, αυτός που ηχεί, αυτός που ακούγεται άσχημα, σε Αισχύλ.
}}
}}