3,273,768
edits
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
|||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=astrapto | |Transliteration C=astrapto | ||
|Beta Code=a)stra/ptw | |Beta Code=a)stra/ptw | ||
|Definition=(cf. [[στράπτω]]), | |Definition=(cf. [[στράπτω]]),<br><span class="bld">A</span> Ep. impf. ἀστράπτεσκον Mosch.2.86: fut. ἀστράψω Cratin.53, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 33.376: aor. ἤστραψα Il.17.595, etc.:—[[lighten]], [[hurl lightnings]], freq. of omens sent by [[Zeus]], ἀστράπτων ἐπιδέξι' Il.2.353; [[Κρονίδης]] [[ἐνδέξιος|ἐνδέξια]] σήματα φαίνων ἀστράπτει 9.237; ὡς δ' ὅτ' ἂν ἀστράπτῃ πόσις Ἥρης 10.5; ἀστράψας δὲ μάλα μεγάλ' ἔκτυπε 17.595; [[οὑλύμπιος]] ἤστραπτεν, ἐβρόντα [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''531, cf. ''V.'' 626.<br><span class="bld">2</span> impers., [[ἀστράπτει]] = [[it lightens]], [[ἤστραψε]] = [[it lightened]], οὐρανοῦ δ' ἄπο ἤστραψε [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''578, cf. Arist.''Rh.''1392b27.<br><span class="bld">II</span> [[flash like lightning]] or [[glance like lightning]], πᾶς γὰρ ἀστράπτει χαλινός [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''1067 (lyr.); <b class="b3">κατάχαλκον ἅπαν πεδίον ἀστράπτει</b> [[gleam]]s with [[brass]], E.''Ph.''III; so ἀ. χαλκῷ [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''6.4.1; of the [[face]], εἶδον τὴν ὄψιν . . ἀστράπτουσαν [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''254b; ἀ. τοῖς ὄμμασι [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''6.15; of flowers, [[ἀνεμωνίς|ἀνεμωνίδες]] ἀστράπτουσαι [[bright]], Nic.''Fr.''74.64: c. acc. cogn., <b class="b3">ἐξ ὀμμάτων δ' ἤστραπτε . . σέλας</b> (''[[sc.]]'' [[Τυφών]]) [[flash]]ed [[flame]] from his [[eye]]s, [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''358; ἵμερον ἀστράπτουσα κατ' ὄμματος ''AP''12.161 (Asclep.), cf. Mosch. [[l.c.]]; ἤστραψε γλυκὺ [[κάλλος]] ''AP''12.110 (Mel.).<br><span class="bld">2</span> of persons, to [[be brilliant]], [[be conspicuous]], ἔν τινι Opp.''C.''1.361,2.23.<br><span class="bld">III</span> trans., [[consume with lightning]], dub. in Cratin.53.<br><span class="bld">2</span> [[illuminate]], τι Musae.276. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>impf.</i> ἤστραπτον, <i>f.</i> ἀστράψω, <i>ao.</i> [[ἤστραψα]], <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> lancer des | |btext=<i>impf.</i> ἤστραπτον, <i>f.</i> ἀστράψω, <i>ao.</i> [[ἤστραψα]], <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> [[lancer des éclairs]] ; • <i>impers.</i> ἀστράπτει il éclaire;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> jeter des éclairs, étinceler;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> faire jaillir comme un éclair, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀστραπή]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀστράπτω''': (πρβλ. [[στράπτω]]): παρατ. ἤστραπτον, Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀστράπτεσκον Μόσχ. 2.86· μέλλ. ἀστράψω, Νόνν.: ἀόρ. ἤστραψα Ὅμ., κλ.: ― Παθ., ὁ ὑπερσυντ. ἤστραπτο [[εἶναι]] ἐσφαλ. γραφ. ἀντὶ τοῦ ἤστραπτε ἐν Ξεν. Κύρ. 6.4, 1: ― Μέσ., ἀόρ. ὑποτ. ἀστράψηται Ἀριστείδ. 2.391. Ἀστράπτω, κοιν. «ἀστράφτω», πέμπτω ἀστραπάς, [[συχνάκις]] ἐπὶ διοσημιῶν, ἀστράπτων ἐπιδέξι’ Ἰλ. Β. 353· [[Κρονίδης]] ἐνδέξια σήματα φαίνων ἀστράπει Ι. 237· ὡς δ' ἂν ἀστράπτῃ [[πόσις]] Ἥρης Κ. 5· ἀστράψας δὲ [[μάλα]] μεγάλ’ [[ἔκτυπε]] Ρ. 595· μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου, [[ἐντεῦθεν]] ὀργῇ Περικλέῃς οὑλύμπιος ἤστραπτεν, ἐβρόντα ξυνεκύκα τὴν Ἑλλάδα Ἀριστοφ. Ἀχ. 531, πρβλ. Σφ. 625. 2) ἀπροσ., ἀστράπτει· ἤστραψε ὡς καὶ νῦν, οὐρανοῦ δ’ ἄπο ἤστραψε Σοφ. Ἀποσπ. 507, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 19, 21. ΙΙ. [[λάμπω]] ὡς ἀστραπή, ὡς καὶ νῦν, πᾶς γὰρ ἀστράπτει χαλινὸς Σοφ. Ο. Κ. 1967· κατάχαλκον ἀστρ. [[πεδίον]], λάμπει, «ἀστράφτει» ἀπὸ τὸν χαλκόν, Εὐρ. Φοίν. 110· οὕτω, ἀστρ. χαλκῷ Ξεν. Κύρ. 6. 4, 1· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, εἶδον τὴν ὄψιν… ἀστράπτουσαν Πλάτ. Φαῖδρ. 254Β, ἀστρ. ὄμμασι Ξεν. Κυν. 6. 15· ἐπὶ ἀνθέων, ἀνεμωνίδες ἀστράπτουσαι, λάμπουσαι, Νικ. παρ’ Ἀθην. 684C: ―μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐξ ὀμμάτων δ’ ἤστραπτε… [[σέλας]] (ἐνν. Τυφὼν) εξηκόντιζε φλόγας ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν | |lstext='''ἀστράπτω''': (πρβλ. [[στράπτω]]): παρατ. ἤστραπτον, Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀστράπτεσκον Μόσχ. 2.86· μέλλ. ἀστράψω, Νόνν.: ἀόρ. ἤστραψα Ὅμ., κλ.: ― Παθ., ὁ ὑπερσυντ. ἤστραπτο [[εἶναι]] ἐσφαλ. γραφ. ἀντὶ τοῦ ἤστραπτε ἐν Ξεν. Κύρ. 6.4, 1: ― Μέσ., ἀόρ. ὑποτ. ἀστράψηται Ἀριστείδ. 2.391. Ἀστράπτω, κοιν. «ἀστράφτω», πέμπτω ἀστραπάς, [[συχνάκις]] ἐπὶ διοσημιῶν, ἀστράπτων ἐπιδέξι’ Ἰλ. Β. 353· [[Κρονίδης]] ἐνδέξια σήματα φαίνων ἀστράπει Ι. 237· ὡς δ' ἂν ἀστράπτῃ [[πόσις]] Ἥρης Κ. 5· ἀστράψας δὲ [[μάλα]] μεγάλ’ [[ἔκτυπε]] Ρ. 595· μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου, [[ἐντεῦθεν]] ὀργῇ Περικλέῃς οὑλύμπιος ἤστραπτεν, ἐβρόντα ξυνεκύκα τὴν Ἑλλάδα Ἀριστοφ. Ἀχ. 531, πρβλ. Σφ. 625. 2) ἀπροσ., ἀστράπτει· ἤστραψε ὡς καὶ νῦν, οὐρανοῦ δ’ ἄπο ἤστραψε Σοφ. Ἀποσπ. 507, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 19, 21. ΙΙ. [[λάμπω]] ὡς ἀστραπή, ὡς καὶ νῦν, πᾶς γὰρ ἀστράπτει χαλινὸς Σοφ. Ο. Κ. 1967· κατάχαλκον ἀστρ. [[πεδίον]], λάμπει, «ἀστράφτει» ἀπὸ τὸν χαλκόν, Εὐρ. Φοίν. 110· οὕτω, ἀστρ. χαλκῷ Ξεν. Κύρ. 6. 4, 1· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, εἶδον τὴν ὄψιν… ἀστράπτουσαν Πλάτ. Φαῖδρ. 254Β, ἀστρ. ὄμμασι Ξεν. Κυν. 6. 15· ἐπὶ ἀνθέων, ἀνεμωνίδες ἀστράπτουσαι, λάμπουσαι, Νικ. παρ’ Ἀθην. 684C: ―μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐξ ὀμμάτων δ’ ἤστραπτε… [[σέλας]] (ἐνν. Τυφὼν) εξηκόντιζε φλόγας ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 356· ἴμερον ἀστράπτουσα κατ' ὄμματος Ἀνθ. Π. 12. 161· ἤστραψε γλυκὺ [[κάλλος]] [[αὐτόθι]] 110. ΙΙΙ. μεταβατ. [[καταφλέγω]] διὰ τῆς ἀστραπῆς, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισι» 4. 2) [[φωτίζω]], οὐ δαΐδων ἤστραπτε [[σέλας]] Μουσαῖος 276. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀστράπτω:''' (<i>α ευφωνικό</i>, [[στράπτω]], πρβλ. ἀ-στερόπη), παρατ. <i>ἤστραπτον</i>, Ιων. <i>ἀστράπτεσκον</i>· αόρ. | |lsmtext='''ἀστράπτω:''' (<i>α ευφωνικό</i>, [[στράπτω]], πρβλ. ἀ-στερόπη), παρατ. <i>ἤστραπτον</i>, Ιων. <i>ἀστράπτεσκον</i>· αόρ. αʹ [[ἤστραψα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αστράφτω]], [[εκτοξεύω]] αστραπές, λέγεται για τους οιωνούς που στέλνονται από τον [[Δία]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., <i>ἀστράπτει</i>, αστράφτει, <i>ἤστραψε</i>, άστραψε, σε Αττ.<br /><b class="num">II.</b> [[αστράφτω]], [[φωτίζω]] όπως η [[αστραπή]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· με σύστ. αντ., <i>ἐξ ὀμμάτων</i>, δ' ἤστραπτε [[σέλας]] (ενν. <i>[[Τυφών]]</i>), εξακόντισε φλόγες από τα μάτια του, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |